Revolution Rock is a bad bad rock! [Σκηνή Πρώτη]
Σε μνήμη Phil Ochs (19 Δεκεμβρίου 1940 – 9 Απριλίου 1976)
O Απρίλιος, μήνας άνοιξης και αναγέννησης, για τον Phil Ochs, ήταν μήνας απώλειας. Ο σκληρός Απρίλης του ’76 ήταν ο τελευταίος για έναν από τους σημαντικότερους πολιτικοποιημένους τραγουδοποιούς της Αμερικής. Μπλοκαρισμένος από κάθε δημιουργική διάθεση, έχοντας κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στην φωνή του -κάτω υπό μυστηριώδεις συνθήκες στην Αφρική- παραδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου κατάθλιψη που την όξυνε το αλκοόλ. Ιδανικός αυτόχειρας, έδινε τέλος στην πολυτάραχη ζωή του με σχοινί στο σπίτι της αδελφής του, 8 Απριλίου του 1976.
Ήταν από εκείνους που διέδωσαν αριστερές ιδέες μέσω των τραγουδιών τους και πίστεψαν στην ουτοπία της αλλαγής.
Ιδεαλιστές μουσικοί υπήρχαν και υπάρχουν αρκετοί. Οργισμένοι με την αδικία γύρω τους, επαναστάτες με την τέχνη τους, εφορμούν με στιχάκια και νότες αλλά και με τη συμμετοχή τους στα κοινά, στοχεύουν να πείσουν τον κόσμο για το δίκαιο των αιτημάτων τους που είναι και αιτήματα καθολικά. Επαναστάτες του ροκ, δηλαδή; Ας μην τους ονομάσουμε έτσι -μάλλον, η ανάγκη να πουν τα πράγματα με το όνομά τους, να βυθίσουν το μαχαίρι ως το κόκκαλο και να τραγουδήσουν για καταστάσεις που δεν ακούγονται συχνά από τα μικρόφωνα της Ποπ. Και αυτό διότι η Ποπ έχει σκληρούς κανόνες -το κυνηγητό του κέρδους, κινητήριος μοχλός των ιθυνόντων- παράγει ότι ζητιέται περισσότερο -θες όνειρα, θες θεούς, θες ναρκωτικά, θες σεξ ακόμα και πολιτική. Δεν υπάρχει, ουσιαστική, ελευθερία έκφρασης και επιλογών -πέντε, δισκογραφικές, αδελφές κανονίζουν, λίγο-πολύ, τι και πόσο θα πουληθεί.
Συνθήκες γνωστές που ξεφεύγουν της προσοχής ενός κοινού που πιστεύει, αφελώς, μάλλον, πως η μουσική ρέει απερίσπαστη από κοινωνικές αντιθέσεις. Αντίθετα, η πολιτική έκφραση φουντώνει σε περιόδους αναταραχής-δεύτερο μισό των 60’ς, θατσερισμός μέσα 80’ς- και εξασθενίζει σε εποχές απάθειας όπως το ’90 όπου με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, πέρασαν στα αζήτητα των ροκάδων ο εμφύλιος στην Βοσνία και η διάλυση της Σερβίας με αφορμή το Κόσοβο – αλλά και στην πρώτη δεκαετία του 2000 με τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν, στο Ίρακ και οι υπόλοιπες – με φωτεινές εξαιρέσεις μερικά μη αγγλόφωνα γκρουπ.
Τελικά, το ροκ ταρακούνησε κατεστημένες αξίες, άλλαξε συνειδήσεις χωρίς να κατορθώσει ως ήταν φυσικό να μεταμορφώσει τον ριζοσπαστισμό του σε υλική δύναμη ικανή να αλλάξει τον κόσμο. Πήρε θέση, λίγο-πολύ, για όλα τα κακώς κείμενα αλλά εγκλωβισμένο στα γρανάζια των σόου μπίζνες μετέτρεψε την εξέγερση σε στιλ. Ακόμη και έτσι, αρκετοί τραγουδοποιοί αποτύπωσαν στο έργο τους τις πιο δραματικές εξελίξεις της μεταπολεμικής Δυτικής Κοινωνίας. Σε δύο μέρη, σε δύο Σκηνές θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε μερικούς- όχι όλους- απ’ τους πιο άξιους καλλιτέχνες του ροκ που λειτούργησαν και λειτουργούν σαν κοινωνικοί σχολιαστές.
LONG LIVE ROCK ‘N’ ROLL!
Εν αρχή, λοιπόν, ήν το ροκ εν ρολ! Και οι εξεγέρσεις στα σινεμά όταν-στα μέσα της δεκαετίας του ‘50- ακουγόταν στα γράμματα της «Ζούγκλας Του Μαυροπίνακα» το περίφημο “Rock Around The Clock” προσφέροντας λόγους για να εκτοξευθεί η αδρεναλίνη στα ύψη! Ή κινητικότητα του ροκ εν ρολ και οι γοφοί του Elvis “Pelvis” Presley που δονούσαν το σύμπαν, έδιναν στον έφηβο αιτίες-έστω και εφήμερες-για αντίδραση στη αποχαύνωση των αμερικανικών προαστίων και τον γονικό αυταρχισμό του «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια». Οι μεγάλοι έσπαγαν ομαδικά τους δίσκους και οι μικροί στήνονταν με τις ώρες στα τζουκ μποξ ή στους δεκάδες τοπικούς ραδιοσταθμούς που εμπνεόμενοι από χαρισματικούς τύπους σαν τον Alan Freed ή τον Wolfman Jack σκόρπιζαν στα πέρατα των ΗΠΑ κακή, πολύ κακή μουσική. Ήταν η εποχή της οικονομικής άνεσης, έτσι ώστε κάθε δεκαεξάρης μπορούσε να βιώσει την εφηβεία του χωρίς άλλη υποχρέωση πέραν αυτής του σχολείου. Αυτού του τόσο βαρετού καθημερινού θεσμού που ο Chuck Berry περιέγραψε γλαφυρά στο «School Days». Όμως ο Berry -ο πιο συνειδητός μουσικός αντιρρησίας του καιρού του- τραγούδησε για την κοροϊδία των μεγάλων στο «Too Much Monkey Business” και στο «Almost Grown» για την ανάγκη των νέων να μεγαλώσουν ώστε να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα αλλά και ο Elvis που για λίγο μίλησε την γλώσσα της αλήθειας στο «Jailhouse Rock», το ροκ της φυλακής όπως και οι Clovers, oι τύποι της εξέγερσης στην πτέρυγα των κελιών Νο 5. Ηταν και το «Summertime Blues», του Eddie Cochran, ένας ακόμη ύμνος στην νεανική απογοήτευση απέναντι στους κατεστημένους πολιτικούς.
Στα τέλη της δεκαετίας το ροκ εν ρολ μοιάζει να καταρρέει: ο Εlvis στο στρατό, ο Buddy Holly νεκρός -το ίδιο και ο Cochran αλλά και ο Valens- ο Jerry Lee Lewis έμπλεξε με την μικρή του ξαδέρφη και τους πουριτανούς από κοντά και ο Berry που φυλακίσθηκε, μάλιστα, γιατί αυτός είχε μαύρο δέρμα και τέλος ο Noνός του ροκ εν ρολ, ο Αlan Freed μπλέκεται στο σκάνδαλο της payola που την κατάλληλη στιγμή ήρθε στην επιφάνεια από κύκλους που επεδίωκαν τον έλεγχο κάθε ίχνους δυσφορίας της νεανικής μουσικής.
Διάφοροι γλυκανάλατοι Bobbys, φερέφωνα επιτηδείων μάνατζερ, εμφανίζονται με μιας για να καταλάβουν το τοπ-τεν των ερτζιανών.
KICK OUT THE JAMS,MOTHERFUCKERS!
Η ένδοξη δεκαετία ξεκίνησε δειλά για να καταλήξει σε κάτι το μεγαλειώδες από πλευράς δημιουργίας στο ροκ. Ο Δυτικός Κόσμος ως ένας άλλος Ήλιος έλαμψε απότομα και ξαφνικά -εξακόντισε εκατομμύρια φλόγες στο άπειρο- πριν αρχίσει την πορεία προς την κάθοδο που ακόμα δεν έχει φθάσει στο τέλος της. Το εφηβικό ροκ εν ρολ άλλαζε και ωρίμαζε σε ροκ και μαζί και η γενιά του ’60 συνειδητοποιούσε τον σκοπό της πάνω στη γη.
Ζητούσε αλλαγές εδώ και τώρα και η μουσική που εξέφραζε καλύτερα το πνεύμα των καιρών ήταν, βεβαίως, το ροκ. Το οποίο έφερνε σε επαφή με την κοινωνική στάση της φολκ ο μέγας Βοb Dylan και ο μεγάλος Phil Ochs αλλά και οι υπόλοιποι μικρομεσαίοι τραγουδοποιοί. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, οι εξεγέρσεις των μαύρων, οι αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα, όλα συνέτειναν στην δημιουργία κινημάτων αντικουλτούρας μακριά από την κρατούσα τότε πολιτιστική λογική. Οι νέοι άνθρωποι, κυρίως φοιτητές, αποχωρούν μαζικά από οργανωμένους θεσμούς και ως drop-outs επιλέγουν δικούς τους δρόμους έκφρασης: η φαντασία κυριαρχεί στις μαζώξεις των ψυχοδηλωτικών love-ins και μια αναρχική ελευθερία τους δίνει φτερά ενώ η μουσική δίκην σάουντρακ ακολουθεί και αντανακλά απόλυτα τις καταστάσεις.
Οι συγκρούσεις στα πανεπιστήμια, στους δρόμους και στα ΜΜΕ φτάνουν στο αποκορύφωμα τους -το Monterey Pop Festival ενώνει τις διάφορες φυλές των χίπις και των ακτιβιστών και ποιοι άλλοι από του Jefferson Airplane με το «Volunteers»- «έχουμε επανάσταση εδώ!»-ο Country Joe και οι Fish («Feel-Like-I’m Fixin’-To-Die-Rag», ο παιάνας), ο Εd Sanders με τους αριστεριστές Fugs που μελοποιούν το «Ουρλιαχτό» του Alain Ginsberg- «βλέπω τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου να σαπίζουν» -και ο Morrison, οι Doors- πολιτικοί του έρωτα, χαοτικοί επαναστάτες, λάτρεις της κοινωνικής αταξίας με τον πέτσινο σαμάνο μπροστά να οδηγεί τα πάθη στο ζενίθ και από εκεί στον κόσμο των παραισθήσεων.
Στον Βορρά οι MC5, από το Ντιτρόϊτ, κυκλοφορούν το «Κick Out The Jams», αυτό το κοκτέιλ αδρεναλίνης και επανάστασης όπου εντός πέντε λεπτών πρέπει να αποφασίσεις αν θέλεις να είσαι το πρόβλημα ή λύση του, motherfucker!
Συμπαθούντες των Yippies -των λευκών ριζοσπαστών υπό την «καθοδήγηση» του αδικοχαμένου Abbie Hoffman και του Jerry «γιάπη εδώ και δεκαετίες» Rubin- έχουν ως μέντορα τον John Sinclair που χώνεται για 10 χρόνια φυλακή επειδή πρόσφερε κατά λάθος ένα joint σε αστυνομικό!
Τα σίξτις φθάνουν σιγά αλλά σταθερά προς το τέλος τους και οι Steppenwolf γράφουν το περίφημο «Monster» για την τερατώδη μηχανή καταστολής των ΗΠΑ, ενώ ο Eric Burdon και οι New Αnimals, το «Εvery One Of Us» με το συγκλονιστικό «New York 1963-America» που δεν κυκλοφορεί ποτέ ξανά έως πρόσφατα που μεταγράφεται σε cd!
Στο Σικάγο, οι Δημοκρατικοί αποτυγχάνουν να εξελιχθούν σε ένα αριστερό κόμμα και η πόλη πνίγεται στα δακρυγόνα…Ο Robert Kennedy κείτεται νεκρός -παραδίπλα, ο Martin Luther King. Ήδη δολοφονημένος ο Malcolm X και μερικοί από τους Μαύρους Πάνθηρες. Απογοήτευση και θρήνος- «Ι Αin’t Marching Anymore» από τον Phil Ochs που μερικά χρόνια μετά τερματίζει άδοξα τη ζωή του -το ίδιο και ο Jimi Ηendrix στο «Ι Don’t Live Today” ακόμα και οι απόμακροι Creedence Clearwater Revival προβλέπουν άσχημα ξεμπερδέματα με το κακό φεγγάρι που ανατέλλει- «Bad Moon Rising».
Η αποκατάσταση της τάξης έχει ήδη αρχίσει: η εισαγωγή των σκληρών ναρκωτικών έστειλε, αν όχι στον τάφο, τουλάχιστον στην ανυπαρξία πολλές ευαίσθητες ψυχές. Για τους υπόλοιπους επιφυλάσσεται η πιο άγρια καταστολή.
Όμως, και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εξελίσσονται αντίστοιχες, αν και σε μικρότερο μέγεθος, καταστάσεις. Στους Who, o Pete Townshed τσακίζει την κιθάρα του πάνω στους ενισχυτές ενώ ο Daltrey τραγουδά για την καταπιεσμένη γενιά του -«talking about my generation»- οι Rolling Stones και ο Mick Jagger δεν βρίσκουν ικανοποίηση πουθενά, οι Kinks σε αδιέξοδο («Dead End Street») από τον περιορισμό που επιβάλλει η εξουσία στις ατομικές ελευθερίες («20th Century Man») και εδώ μαζικές διαδηλώσεις, ο Μάης του ’68 και ο κόκκινος -τότε- Rudy με τους καταληψίες της Σορβώνης -ο Jan Palach που αυτοπυρπολείται στην Πράγα για την εισβολή των σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία- και η συμπάθεια για τον διάβολο, αυτό το διαχρονικό κομμάτι των Stones, το οποίο μαζί με τα υπόλοιπα κάνουν το γήπεδο του Παναθηναϊκού ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, όταν ο Richards κατεβάζει την κιθάρα του στο κεφάλι ενός αστυφύλακα, τρεις μέρες πριν το πραξικόπημα των χουντικών απριλιανών -αλλά και οι Beatles, you-say-you-want-a-revolution-well-alright, επιτέλους! Και ο Eric Burdon που μετακομίζει στο Σαν Φρανσίσκο για να αισθανθεί τον άνεμο της αλλαγής και ο John με την Yoko στα bed-ins για την Ειρήνη και το «Something In The Air», των Thunderclap Newman -ο αέρας έχει άρωμα εξέγερσης-αλλά και οργάνωσης όπως τραγουδούν οι Strawbs στο «Part Of The Union».
Όμως, οι όμορφες ψευδαισθήσεις τελειώνουν, η χαρά λέει καλημέρα στην θλίψη και οι ωραίοι ευαίσθητοι αφήνουν τον θρύλο τους να πλανιέται: Brian Jones, Joplin, Hendrix, Morrison.
To έθνος του Woodstock εξαρθρώνεται και εκποιείται κομμάτι-κομμάτι σε ένα τεράστιο πλήθος καταναλωτών όπως λείψανα αγίων! (Τους αναπτήρες που άναβε ο κόσμος στην προβολή της ταινίας στο Παλλάς ποιος τους θυμάται; Τον σκηνοθέτη που τον σήκωναν στα χέρια; Λίγες μέρες μετά oι συνταγματαρχαίοι απαγόρευαν το ήδη λογοκριμένο έργο.)
[Tο κείμενο αυτό είναι αναθεώρηση άλλου παλαιότερου]