«Roma» του Alfonso Cuarón

Συγκλονιστικός κινηματογράφος & αυτοβιογραφική πολιτική τοποθέτηση

| 14/12/2018

Πολύ ενδιαφέρον πράγματι ένας καλλιτέχνης να κάνει ένα έργο αυτοβιογραφικό. Ως πηγή έμπνευσης και ως αναφορά να είναι η παιδική του ηλικία. Αλλά πρωτίστως θα πρέπει αυτή να έχει κάποιο ενδιαφέρον και να μην αναλώνεται σε κούκλες και στρατιωτάκια. Έχει πραγματικά ενδιαφέρον λοιπόν όταν ένας καλλιτέχνης εξακριβώνει αυτό που τον καθόρισε και ακόμα πιο ουσιώδες όταν του δίνει γενικευμένη κοινωνική σημασία. Τότε ξεπερνιέται η έννοια του αυτοβιογραφικού και μετατρέπεται σε προσωπική απεύθυνση στον καθένα μας. Ο καλλιτέχνης καθώς τις προσωπικές στιγμές κατά την ενηλικίωση του τις ταυτίζει με μια ολόκληρη εποχή, με την κοινωνική κατάσταση του λαού του, τον πόνο ενός ολόκληρου έθνους και την θέση του στην ιστορία, τότε δημιουργεί και αξιώνει έργο. Και όταν γνωρίζει να χρησιμοποιεί την αισθητική παραδοσιακά και πρωτοπόρα ταυτόχρονα τότε δημιουργεί σημαντικό καλλιτεχνικό έργο. Ο σημαντικός λοιπόν –και για τους παραπάνω πλέον λόγους- μεξικάνος δημιουργός Alfonso Cuarón δίνει στο κοινό την προσωπική του ιστορία όχι για να την γνωρίσουμε ως έχει αλλά γιατί εκτιμάει ότι πρέπει να δηλώσει πως αυτό που τον μεγάλωσε και τον διαπαιδαγώγησε δεν ήταν γενικά και αόριστα η οικογένεια αλλά μια ολόκληρη εποχή: μια εποχή ταυτισμένη και ερμηνευμένη μέσα από την πραγματική θαλπωρή της αγκαλιάς μιας φτωχής ιθαγενής και τις λαϊκές αξίες που του πέρασε, αφομοίωσε και κουβαλάει έκτοτε.

Όταν βλέπουμε –και είναι η κάμερα που μας αναγκάζει να βλέπουμε σαν το απορημένο και ζεστό ταυτόχρονα βλέμμα ενός παιδιού- την Κλεό νταντά, την Κλεό καθαρίστρια, την Κλεό υπηρέτρια, όταν βλέπουμε την Κλεό να κρατάει «φυλακισμένο» το σκυλί πίσω από τοίχους και να καθαρίζει τα περιττώματα του –«φυλακισμένο» όπως και τα παιδιά, όπως και την αστική περιουσία την ίδια ενώ ο κόσμος φλέγεται-, όταν βλέπουμε την Κλεό να κάνει τα πάντα, να μπορεί να υλοποιήσει τα πάντα, όταν η Κλεό είναι πραγματικά μητέρα όλων των παιδιών και αδελφή όλων των ενηλίκων, όταν μπορεί και σηκώνει όλο τον κόσμο στις πλάτες της και παρόλα αυτά η ίδια στα χέρια της δεν δύναται να έχει τίποτα, μήτε το μωράκι της να την κοιτάζει με τα ζωντανά ματάκια του, τότε συνοψίζουμε όλη την μεξικάνικη –και όχι μόνο- κοινωνία μέσα από τον θεσμό του εγκλωβισμού και της καταπίεσης. Μέσα από τους τοίχους ενός σπιτιού. Στη τελική μέσα από τον πιο θλιπτικό μικρόκοσμο: επιβεβαιώνουμε συγκλονισμένοι πως οι Ιθαγενείς και οι φτωχοί εργαζόμενοι είναι το θεμέλιο και το περιθώριο ταυτόχρονα της κοινωνίας καθώς δίχως αυτούς ούτε ένα αμάξι δεν μπορεί να παρκαριστεί σωστά.

Η Κλεό έχει μόνο καθήκοντα. Καθήκοντα να στηρίζει την ευδαιμονία μιας μεσοαστικής οικογένειας που μόνη της δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα. Ζει και αυτή το δράμα της, πράγματι. Αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με της Κλεό που δεν χαμογελάει σχεδόν ποτέ. Που δεν της δίνεται η δυνατότητα σε τίποτε το ανθρώπινο. Που το χαμόγελο δεν νοείται να υπάρξει καθώς κάθε στιγμή που πάει να αδράξει την απλότητα του να είναι ζωντανή –κι όχι δούλα- κάτι την διακόπτει: ένας σεισμός, μια πυρκαγιά, η δολοφονία εκατοντάδων διαδηλωτών φοιτητών από την αστυνομία. Βλέποντας τον πατέρα του αγέννητου παιδιού της με ένα όπλο στο χέρι να είναι ένας παρακρατικός τραμπούκος.

Η αυτοβιογραφία του Cuarón αποτελεί μια σύγχρονη πολιτική τοποθέτηση. Τοποθέτηση σπάνια. Αργόσυρτη και συστηματική. Δίχως σαφείς αντιθέσεις και απλοποιήσεις. Μια τοποθέτηση που συνοψίζεται στην αφίσα της ταινίας και σε μια από τις πιο υπέροχες σκηνές της: Χέρια που αγκαλιάζουν την Κλεό στην παραλία που ενώ πάλι έκανε το καθήκον της –να διαφυλάξει τα παιδιά- σπαράζει από πόνο και ενοχή που δεν δικαιούται στο σύστημα αυτό να έχει μήτε μια στιγμή ευτυχίας. Η προστασία των παιδιών προς την Κλεό είναι μια αναγνώριση του ρόλου της, μια στιγμή ανταπόδοσης και μια απόδοση ευθύνης προς το κοινό: να αναγνωρίζουμε τι είναι αυτό που πραγματικά στηρίζει την ζωή. Η αγκαλιά των παιδιών στην Κλεό είναι μια πράξη ενάντια στην ηθική, σωματική και ιδεολογική κακοποίηση της γυναίκας.

Ο νέος νεορεαλισμός είναι ζωντανός για άλλη μια φορά. Και είναι νέος γιατί καινοτομεί σε όλη την κινηματογραφική του αντίληψη. Εικαστικά –δίχως το ασπρόμαυρο να είναι τρικ αξίωσης καλλιτεχνικότητας όπως το στερεότυπο «Cold war» απέδειξε- με σαφείς αναφορές στην δύναμη του παλιού κινηματογράφου και με πλάνα στερέωσης χαρακτήρα και νοήματος. Ηχητικά όπου ο ήχος παίζει συγκεκριμένο ρόλο στην αφήγηση και την νοηματοδότηση. Ο μη υποτιτλισμός της γλώσσας των Ιθαγενών: οι μόνες στιγμές που οι ιθαγενείς μιλάνε ελεύθερα –και εμείς οι δυτικοί δεν δικαιούμαστε να τους το απαγορέψουμε κι αυτό- είναι στοιχείο αντιαποικιοκρατικό.

Το «Ρόμα» είναι μια ολική αναφορά. Μια αναφορά στο σινεμά. Μια αναφορά στην υπό διάλυση μεσοαστική οικογένεια. Μια αναφορά στο Μεξικό του 1970. Μια αναφορά στην καταστολή του λαϊκού κινήματος. Μια αναφορά στο πραγματικό Μεξικό. Το «Ρόμα» είναι ένα μεγάλο ευχαριστώ του δημιουργού –και παρομοίως δικό μας ως κοινό- στους ανθρώπους του, στο Μεξικό γυναίκα. Το θεμέλιο του Μεξικού είναι η γυναίκα. Και συγκεκριμένα η γυναίκα ιθαγενής που ούτε καν την γλώσσα της είναι επιτρεπτό να μιλήσει. «Γιατί η γυναίκα είναι πάντα μόνη, ό,τι και να πουν» όπως λέει σε μια σκηνή. Που η μόνη διέξοδος της είναι αυτή του πρώτου πλάνου: μια αντανάκλαση ενός παραθύρου προς τον ουρανό μέσα από τα νερά του σφουγγαρίσματος. Η συγκεκριμένη ταινία θέτει μόνιμα πλέον για τον ίδιο τον δημιουργό –καθώς φυσικά και για το σύνολο του κινηματογράφου- υψηλά στάνταρ. Και δεν μιλάμε μόνο για στάνταρ αισθητικής αρτιότητας. Όσο ιδεολογικής.

Μιλάμε για τον Alfonso Cuarón. Το πρώτο μεξικάνο οσκαρικό σκηνοθέτη (για το «Gravity»). Και αυτό έχει την πρόσθετη σημασία του. Γιατί αν και βραβευμένος από το αμερικάνικο βιομηχανικό σύμπλεγμα του σινεμά, παραμένει αυθεντικός κινηματογραφιστής: όπως χρηματοδοτεί ανεξάρτητους σκηνοθέτες της πατρίδας του στα πρώτα τους βήματα έτσι γνωρίζει και τολμάει να κινηματογραφεί –σεναριογράφος, σκηνοθέτης, διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ στην συγκεκριμένη- την ηθική αξιοπρέπεια του εργαζόμενου, του ιθαγενή, του ξεπεσμού της μεσοαστικής τάξης και μιας πολιτικής διαδήλωσης που το 2018 ίσως να μοιάζει σαν εικόνα από την ιστορία. Κι όμως είναι το σήμερα. Γιατί η ταινία είναι γυρισμένη για το σήμερα.

Το «Ρόμα» είναι συγκλονιστική ταινία αισθητικά, συναισθηματικά, νοητικά. Είναι μια πολιτική τοποθέτηση μέσα από την δύναμη και την αυθεντικότητα της τέχνης του κινηματογράφου.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.