Scott Walker ( 1943- 2019): από την αρτίστικη ποπ στην δημιουργική αβαν γκαρ

Η περιθωριακή πορεία μιας χαρισματικής καλλιτεχνικής περσόνας με αφορμή το πρόσφατο τέλος της ζωής της

| 02/04/2019

Αν και ο Scott Walker -που μόλις χάσαμε- γεννήθηκε, ως Scott Angel, στο Οχάιο της των ΗΠΑ, έγινε γνωστός  στην Αγγλία ως Scott Walker. Οι Walker Brothers με τους οποίους δημιούργησε μερικά εξαιρετικά ποπ σιγκλάκια ούτε αδέλφια ήταν, ούτε Βρετανοί. Απλώς προωθούνταν ως απάντηση στους αμερικανούς Righteous Brothers, οι οποίοι υπό την αιγίδα του θρυλικού sui generis παραγωγού Phil Spector έγραφαν κομμάτια σαν το «Υou’ve Lost That Lovin’ Feelin» και έσπαγαν τα ταμεία. Βέβαια ο Scott Walker λάτρης ήταν των μεγάλων ερμηνευτών, των crooners, όπως ο Frank Sinatra, o Tony Bennett αλλά και του εμβληματικού Βέλγου τραγουδοποιού Jacques Brel. Τις αισθητικές επιλογές του τις έδειξε σε δυο ιστορικές ηχογραφήσεις το ’65 και ’66 με τα «Make It Easy on Yourself» των Burt Bacharach and Hal David και «The Sun Ain’t Gonna Shine Any More”, ένθα ο περίφημος Wall of Sound, ο συμφωνικός Ηχητικός Τοίχος, που πρώτος δημιούργησε ο Spector -με τις πολυπληθείς χορωδίες χωρίς τραγούδισμα και τα δεκάδες πιάνα, κρουστά, έγχορδα και μπάσα. Τούτη η μπαρόκ –ποπ των WB που αναδείκνυε την υποβλητική φιγούρα του Scott Walker έμελε να φάει τα ψωμιά της 1-2 χρόνια μετά καθώς οι απαιτήσεις για επαναλαμβανόμενα χιτ και ο περιορισμός της ηχητικής γκάμας έφεραν διχόνοιες και το τέλος του γκρουπ.

Είναι το ’67 και ο καλλιτέχνης μας ξεκίνα την δημιουργία της τετραλογίας του, (Scott, Scott2,  Scott 3, Scott 4), με αρκετές διασκευές του Brel μεταξύ άλλων παρέα με πρωτότυπες δικές του συνθέσεις. Ψυχεδελικά πορτρέτα του κοσμούν τα εξώφυλλα ενώ η βαθιά βαρύτονη φωνή του αποκτά ουσία και σπάνια ποιότητα. Οι μεγαλεπήβολες ενορχηστρώσεις καλά κρατούν αλλά πλην του “Scott 2” οι υπόλοιποι δίσκοι κερδίζουν σε ποιότητα και χάνουν σε εμπορικό στάτους. Με το τέλος της τετραλογίας η δισκογραφική τον πιέζει να για μαζικές επιτυχίες και για πέντε τουλάχιστον χρόνια -όπως δήλωνε πρόσφατα- προσπάθησε να γράψει κάποιο χιτάκι αλλά εις μάτην. Τούτων δοθέντων επανιδρύει, το ’75, τους Walker Brothers και κυκλοφορεί μαζί τους τρία άλμπουμ χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Και είναι τότε που παίρνει την μεγάλη απόφαση να «αποσυρθεί» από το μέϊνστριμ δισκογραφικό κύκλωμα, αυτός ο τόσο γνωστός ερμηνευτής, για να ακολουθήσει τις προσωπικές του δημιουργικές ανάγκες. Εμφανίζεται ξανά στα μέσα του ’80 με το σόλο του «Climate of Hunter» όπου συμμετέχουν  μεταξύ άλλων ο Mark Knofler (Dire Straits), ο σαξοφωνίστας της free jazz Evan Parker και ο τρομπετίστας Mark Isham. Ένα αρτ ροκ μουσικό έργο με εμφανείς τις επιλογές του δημιουργού του προς την τζαζ και το θεατράλε ύφος. Σε αυτό οι μουσικοί ήταν υποχρεωμένοι να ηχογραφήσουν τα δικά τους μέρη χωρίς να γνωρίζουν την μελωδία κανενός κομματιού! Ούτως, το αποτέλεσμα περιέχει πλήθος από αφηρημένα κομμάτια, ενδεικτικό των μελλοντικών προθέσεων του Walker. Χωρίς γενικώς αποδοχή από το κοινό έδωσε την ευκαιρία στον δημιουργό του να αποτραβηχτεί έτι περισσότερο απ’ την σκηνή και να αφιερωθεί παντελώς στα προσωπικά του δαιμόνια.

Το δωδέκατο άλμπουμ του συνθέτη, “Tilt” εμφανίζεται, το ’95,  11 χρόνια μετά, και αποτελεί την άτυπη τριλογία ακόμη δύο δίσκων που θα κυκλοφορήσουν αργότερα για την γνωστή αγγλική 4AD. Το “Tilt” χαρακτηρίστηκε, «σύγκρουση μεταξύ του ροκ και της κλασικής μουσικής». Στο εν λόγω άλμπουμ η χρήση συμφωνικής ορχήστρας, διαφόρων κρουστών και βιομηχανικών ήχων, παράλληλα με την ατονάλ  διάρθρωσή τους προχωρά πολλά βήματα παραπέρα τους πειραματισμούς του Walker. Όπως έγραψε τότε η Guardian, «φαντασθείτε τον Andy Williams να επανεφευρίσκει τον εαυτό του ως Stockhausen». Είναι, κυρίως, η βαριά φωνή του που καθοδηγεί τις  αποδομημένες συνθέσεις  πάνω σε γυμνά ηχητικά πεδία. Αποκαλυψιακοί στίχοι για την πολιτική, τους πολέμους, τους λιμούς, τα βασανιστήρια και τις βιομηχανικές καταστροφές στοιχειώνουν τον δίσκο αλλά και τους υπόλοιπους δυο,  «The Drift» ( ’06)  και «Bish Bosch» (’12), με τις γοτθικές και μεταφυσικές καταστάσεις τους, τις οπερετικές εξάρσεις του Walker, τον θόρυβο, τις αγωνιώδεις σιωπές, τις πυκνές δομές, τις αντηχήσεις και το θεατρικό ηχητικό σκηνικό- με την φωνή του συνθέτη να δεσπόζει ως εξολοθρευτή αγγέλου.

Δίκην μουσικών δοκιμίων,  τα έργα του επιδιώκουν να διερευνήσουν τα όρια της ανθρώπινης τρωτότητας μέσα στην σκοτεινιά- με την απουσία θεού- που την κυκλώνει. Τα έργα του δεν μιλούν για τον φόβο, νιώθουν τον φόβο. Επηρεασμένος από τον Τζόϊς και τον Μπέκετ, ο δημιουργός επιχειρεί με πάθος και διαίσθηση,  να συγκεράσει -όπως παλιότερα η Diamanda Galas- την αβαν γκαρ με την ποίηση έτσι ώστε να τα κάνει παντελώς δικά του.

Από τις πιο αινιγματικές και επιδραστικές φιγούρες στην ιστορία του ροκ, όπως είπε το BBC, άνοιξε δρόμους για μουσικούς όπως ο David Bowie, o David Sylvian, o Jarvis Cocker (Pulp), ή, ο Thom Yorke των Radiohead- έγραψε επίσης μουσική για τον κινηματογράφο και το χοροθέατρο  ανάμεσα σε παραγωγές άλμπουμ όπως αυτές των Pulp, της Ute Lemper και των Sunn O))), με τους οποίους ηχογράφησε μαζί έναν δίσκο. Όντας, «ένας από τους πιο διακεκριμένους πρωτοπόρους στη μουσική τον τελευταίο μισό αιώνα»- όπως ειπώθηκε, ο Scott Walker αφήνει πίσω του μια εξαιρετική πολιτιστική παρακαταθήκη ως ευκαιρία για τους απανταχού μουσικόφιλους να τον γνωρίσουν.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.