«Silent Voyage»

Η κατά Βαγγέλη Κατσούλη οδός προς την ανθρώπινη και τη δημιουργική αυτογνωσία...

| 21/12/2014

Το «Silent Voyage» είναι μία από τις πλέον ευπρόσδεκτες επανακυκλοφορίες των τελευταίων ετών, καθώς επαναφέρει διακριτικά – και σε πολύ χαλεπούς καιρούς – στο προσκήνιο τη λόγια ελληνική μουσική, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει έργα που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από εκείνα της ανάλογης άλλων χωρών και καταδεικνύοντας ότι αυτά όχι μόνο δεν κοιτάζουν αφ’ υψηλού τον μέσο ακροατή αλλά αντίθετα, αν είναι όσο δεκτικός και «πρόθυμος» χρειάζεται, του απευθύνονται επί ίσοις όροις και δίχως την παραμικρή παραχώρηση στον υφέρποντα λαϊκισμό ενός πολύ μεγάλου μέρους της πρόσφατης παραγωγής τραγουδιών!

Το χρονικό των γεγονότων έχει ως εξής: Η μικρή ανεξάρτητη εταιρεία Libra μπορεί να διέθετε ένα ποιοτικότατο ρεπερτόριο αλλά είχε περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και έτσι δυστυχώς ήταν από τις πρώτες που υπέκυψαν, διακόπτοντας τη λειτουργία τους όταν η δισκογραφική κρίση επήλθε, πριν ακόμα της συνολικής οικονομικής. Το γεγονός αυτό, αν και ειδικευόταν κυρίως στην world διάσταση της ελληνικής μουσικής με εμβληματικό δίσκο της το «Αιολία» του Μιχάλη Νικολούδη, άφησε για χρόνια εκτός αγοράς και μερικά ξεχωριστά και λίαν διαφορετικά έργα όπως το «Silent Voyage» του Βαγγέλη Κατσούλη. Έχοντας λοιπόν επαναδραστηριοποιήσει από πέρυσι την προσωπική του δισκογραφική εταιρεία Utopia Music – σε συνεργασία πια με την Μικρή Άρκτο του Παρασκευά Καρασούλου –  ο συνθέτης απέκτησε τα δικαιώματα του δίσκου και έτσι εδώ και λίγο καιρό, δέκα τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το «Silent Voyage» είναι και πάλι διαθέσιμο για όσους θέλουν αλλά και μπορούν όχι μόνο να το ακούσουν μα και να το απολαύσουν.

KATSOULIS

Μουσική που δεν…ουρλιάζει ή «ξεφωνίζει», δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να ηχήσει εκκωφαντικά αλλά «μιλάει» στον θεατή ήρεμα, πειστικά και πάνω απ’ όλα ουσιαστικά, μη διστάζοντας κάποιες φορές ακόμα και να υπαινίσσεται παρά να δηλώνει ρητά το περιεχόμενο και το νόημα της. Μουσική που κάνει πράξη το υπό του αείμνηστου Miles Davis ρηθέν (τουλάχιστον μια φορά, προς τον Sting) «σημασία δεν έχει αυτό που παίζεις αλλά αυτό που δεν παίζεις»…

Για τους μη γνωρίζοντες ο Βαγγέλης Κατσούλης ανήκει σε εκείνο το είδος συνθετών που, με θεμέλιο τους λαμπρές και στέρεες σπουδές, χαράσσουν μια καθαρά προσωπική πορεία στο στερέωμα της μουσικής, Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα έχει μια σταθερή και αδιάλειπτη παρουσία στα εγχώρια αλλά σε ένα βαθμό και στα διεθνή μουσικά πεπραγμένα με μια πλούσια σε όγκο μα και ποικιλία εργογραφία που περιλαμβάνει συνθέσεις σε διάφορες φόρμες και για οργανικά σύνολα διαφόρων μεγεθών και ειδών, τόσο πρωτογενείς και αυτόνομες όσο και γραμμένες για να συνοδεύουν χορό ή να επενδύουν θέατρο ή κινηματογράφο.Ένας λόγος που γνωρίζετε ελάχιστα για όλα αυτά, πιθανόν ίσως ούτε καν το όνομα του, είναι το ότι είναι το ίδιο σεμνός και «χαμηλόφωνος» ως άνθρωπος όσο και η συνθετική γραφή του…

Ο Βαγγέλης Κατσούλης κάνει αυτό που απλά αποκαλούμε σύγχρονη μουσική, αρχικά γενικότερα μετά-κλασική και στη συνέχεια και πιο συγκεκριμένα προσεγγίζοντας και υιοθετώντας το μινιμαλιστικό ιδίωμα με έναν δικό του τρόπο. Από μια στιγμή και μετά άφησε να βγει στην επιφάνεια και η αγάπη του για την jazz ενσωματώνοντας σιγά – σιγά όλο πιο πολλά στοιχεία της στην γραφή του ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με περισσότερους μουσικούς από τον χώρο της και έδινε μεγαλύτερο χώρο στον αυτοσχεδιασμό στα εκτελεστικά τους μέρη, φτάνοντας μέχρι και να κάνει μερικούς δίσκους που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι ανήκαν σχεδόν αμιγώς σε αυτό το είδος. Αυτό όμως φυσικά που τον απασχολούσε ήταν να βρει μια δική του «μέση οδό» ανάμεσα στην jazz και το προσωπικό του ύφος όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από την αρχή της πορείας του μέχρι τότε και ήταν μόνο θέμα χρόνου να το καταφέρει. Και πιθανότατα το οριακό σημείο όπου επέτυχε την επιθυμητή ισορροπία ήταν ακριβώς το «Silent Voyage»…

Πυρήνας του εκτελεστικού συνόλου του δίσκου είναι τέσσερις κορυφαίοι και στην πλειοψηφία τους πολύ γνωστοί μουσικοί της jazz από το εξωτερικό,  ο τρομπετίστας Paolo Fresu, ο σαξοφωνίστας Bendik Hofseth, ο μπασίστας Arild Andersen και ο ντράμερ Paul Wertico που συμπληρώνονται από τρεις Έλληνες, την Τάνια Νικολούδη στα φωνητικά, τον κορυφαίο – για την jazz και όχι μόνο…- πιανίστα Τάκη Φαραζή και τον ίδιο τον Β. Κατσούλη στα keyboards, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους λίγο – πολύ τους δίσκους του. Υπάρχουν όμως και οι συμμετέχοντες, Έλληνες οι περισσότεροι, οι οποίοι σχεδόν αποτελούν μία…δεύτερη μπάντα! Αν στο βασικό σχήμα δεν υπάρχει κιθάρα ανάμεσα τους βρίσκουμε δύο κιθαρίστες, τον Vojislav Ivanovitch και τον Γιάννη Εκμετσόγλου, δύο ακόμα ντράμερ, οι Σπύρος Παναγιωτόπουλος και Αποστόλης Ανθιμος, συμπληρώνουν τον Wertico, ο Πέτρος Κούρτης προσθέτει την δεξιοτεχνία του στα κάθε είδους κρουστά ενώ τέλος ο σολίστ Βασίλης Τσαμπρόπουλος έχει κληθεί να βάλει το δικό του, πιο «κλασικό» αν και καθόλου ξένο ως προς την jazz, πιανιστικό άγγιγμα.

Το «Silent Voyage» όντως είναι ένα «ταξίδι» και με περισσότερες από μια έννοιες…Σε ένα πρώτο επίπεδο είναι ένα ταξίδι από την jazz όπως αυτή εκφράζεται από – όσο και αν ο Κατσούλης τα χρησιμοποιεί μόνον όταν και όπου χρειάζεται – τα φωνητικά της Νικολούδη (η οποία, αν και κατά τα άλλα διασπάται ανάμεσα σε υπερβολικά πολλά διαφορετικά είδη, στην συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύει περίτρανα ότι διαθέτει όχι μόνο τις ικανότητες αλλά και την απαιτούμενη εξαιρετικά δύσκολη και υψηλή τεχνική που της επιτρέπουν να θεωρείται μια από τις ελάχιστες αληθινές jazz vocalists στην χώρα μας!) και βέβαια τα δύο πνευστά μα και το πιάνο του Φαραζή μέχρι κάποια εκλεκτικά στοιχεία της ελληνικής μουσικής (κυρίως οι ρυθμολογίες των κρουστών του Κούρτη) με ενδιάμεσο κομβικό σταθμό την σύγχρονη μουσική στις περισσότερες εκφάνσεις της, από την νέο-κλασική μέχρι την ατονική, με φορέα της τα keyboards του Κατσούλη και τις κιθάρες αλλά και μια αποφασιστικής σημασίας «διακλάδωση» προς την κλασική μουσική με πρωταρχικό όχημα το παίξιμο του Τσαμπρόπουλου.

Σε ένα δεύτερο και σαφώς πολύ σημαντικότερο ως προς τα κίνητρα, ίσως και την έμπνευση, του συνθέτη επίπεδο το ταξίδι συντελείται με αφετηρία την προσπάθεια αυτεπίγνωσης με την οποία ξεκινάει η ζωή κάθε ανθρώπου και προορισμό την συνειδητοποίηση του περιβάλλοντος κόσμου και, όπως συμβαίνει πάντα αν αυτή η διαδρομή φτάσει στο πέρας της έγκαιρα και με τον σωστό τρόπο, συνεχίζεται με την ακριβώς αντίστροφη φορά, δηλαδή προς την βιωμένη πλέον αυτογνωσία και, κατά συνέπεια, την όσο το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση των άλλων, ίσως και του σύμπαντος που εντός του κατοικούμε όλοι. Επιτρέποντας δε να διανυθεί με άνεση αυτή η καθόλου ευκαταφρόνητη «απόσταση» η μεγάλη διάρκεια του έργου όχι μόνο δεν κουράζει αλλά και δικαιολογείται απολύτως ενώ κατά πολύ συνεισφέρει στο τελικό επιθυμητό αποτέλεσμα και η άψογη ηχογράφηση που έχει μάλιστα τιμηθεί και με αρκετές σχετικές διεθνείς διακρίσεις.

Συνειδητά όμως ή μη κάνοντας ως άνθρωπος αυτό το ταξίδι με την μουσική του ο Β. Κατσούλης ολοκληρώνει παράλληλα και ένα ακόμα σαν δημιουργός…Ταξιδεύει προς την «καρδιά» της μουσικής, στο βάθος της, ανάμεσα στις νότες και τα ηχοχρώματα, εκεί όπου βρίσκεται η ουσία της την οποία, πολύ περισσότερο από όσο με τα αυτιά, την αντιλαμβανόμαστε και κυρίως την βιώνουμε με το μυαλό, την καρδιά αλλά και την ψυχή μας. «Αποκωδικοποιώντας» λοιπόν σε αυτό το έργο το εσωτερικό «σιωπηλό ταξίδι» της μέχρι τώρα ζωής του, των εμπειριών και συναισθημάτων της, «ξεκλειδώνει» και για εμάς  τους υπολοίπους αυτή την «κρυμμένη» φιλοσοφική ουσία και αξία της μουσικής και μας την προσφέρει γενναιόδωρα για να την γνωρίσουμε, να την εκτιμήσουμε και εντέλει να την κάνουμε και εμείς κτήμα μας, δηλαδή μέρος της ζωής μας, εμπλουτίζοντας έτσι όχι μόνο την μουσική μας απόλαυση αλλά και την ίδια την καθημερινή μας πραγματικότητα.  Με την ευκαιρία λοιπόν της επανακυκλοφορίας του «Silent Voyage» δεν έχουμε παρά να τον ευχαριστήσουμε για άλλη μια φορά για αυτό το πολύτιμο δώρο…