Son of Saul, Lazlo Nemes
Ένα τερατούργημα καθ’ ομοίωση του απόλυτου τρόμου που μελετά, του ναζισμού.

Στο σινεμά έχουμε δει πάρα πολλά όσο αφορά την ναζιστική θηριωδία. Αλλά με ένα σοβαρό ελάττωμα. Ελλάτωμα γιατί αναπαράγει μια αναθεωρητική αντίληψη για την πραγματικότητα του παρελθόντος: Η πλειονότητα των ταινιών μυθοπλασίας –ειδικά της Δύσης- αντιμετώπισαν το μαρτύριο της ανθρωπότητας μπρος στην πιο άθλια και βάρβαρη συλλογική ανθρωποκτονία και ανθρωποδιάλυση, εκμεταλλευόμενο ένα ανώδυνο μυθοπλαστικό δράμα. Με μια τάση διδακτικής. Και αδικαιολόγητης φιλοσοφικά αισιοδοξίας. Καθώς το πτώμα της ανθρωπότητας ωστόσο στέκεται ακόμα νωπό μπρος μας –όχι μονάχα από το ναζισμό αλλά από τον ίδιο τον παραγωγό του, τον ιμπεριαλισμό που συνεχίζει παρομοίως την δουλεία του- ο κινηματογράφος έχει μια προβληματική οπτική, εσκεμμένα αλλά και όχι, αλλοιώνοντας το ιστορικό μακελειό και κατά συνέπεια τη σχέση του κοινού με αυτό όπως και με την μελλοντική ιστορία. Δεν υπήρξε τόσο μια μελέτη, όσο μια στέρφα απεικόνιση της βίας. Ασκώντας μονάχα την διέγερση συναισθήματος στον σύγχρονο θεατή, μετέτρεψε τελικά τις εκατόμβες νεκρών σε θέαμα (και των δακρύων που αυτό μπορεί και προκαλεί). Τα δάκρυα δυστυχώς εκτονώνουν, το δράμα επουλώνει ψυχές και το θέμα δεν είναι να επουλώνουμε πληγές όσο να καταφέρνουμε να μην αποκτούμε. Η ανθρωπότητα όχι απλά δεν έχει ανάγκη και υποχρέωση να είναι το θύμα -και να διαχειρίζεται έπειτα το μετατραυματικό- (αναπαραγωγή και συντήρηση της θυματοποίησης μας) όσο να έχει την δύναμη να μετατρέπεται σε ασπίδα μπρος στην όποια παλαιά και νέα βαρβαρότητα.
Στην ταινία του, ο ούγγρος Lazlo Nemes, βλέπει πέρα από αυτή την κοντόφθαλμη -και πολιτικοηθικά αμφισβητήσιμη- προοπτική. Γνώστης της παράδοσης του ανατολικοευρωπαϊκού κινηματογράφου, δεν ξύνει επιδερμικά. Σκάβει και ξανασκάβει, ώσπου βρίσκει την νοσηρότητα του ναζισμού και στην αιτία όπως και στις συνέπειες. Σε ατομικό όπως και σε συλλογικό επίπεδο. Προσπαθεί και καταφέρνει να μην προβάλει μια ιστορία του Άουσβιτς, ενός Άουσβιτς που υπήρξε και τελείωσε όπως έχουμε μάθει, μα να μετατραπεί ως έργο τέχνης σε ένα μόνιμα ανοιχτό παράθυρο: να βλέπουμε, να ακούμε, να σκεφτόμαστε την ναζιστική κόλαση συλλαμβάνοντας συνειρμικά την έκταση της στο κάθε παρόν. Αποφευγόντας την άσκηση στατιστικής -για τα εκατομμύρια ανθρώπινων ζωών που εξαφανίστηκαν σε ελάχιστο χρόνο-, τονίζει την ψυχική και ηθική αλλοίωση που η κατασκευή και ύπαρξη των φασιστικών στρατοπέδων προκαλεί: την αποκτήνωση, την απανθρωπιά, τον ατομισμό και την διάλυση της συλλογικότητας που προκαλεί στο άτομο. Ο Ούγγρος δημιουργός διαλέγει να βυθίσει την ουσία του έργου του μέσα στην ψυχολογικής και ηθικής φύσεως πανωλεθρία που υπέστη η ανθρωπότητα.
Το Άουσβιτς δεν ήταν πράγματι μια εξαίρεση ή το τελικό στάδιο των κτηνωδιών. Ήταν προφανώς ακραία έκφραση τους. Η αθλιότητα και η ατιμία της φασίζουσας ιδεολογίας έχει στέρεα θεμέλια: ήταν στοιχείο ύπαρξης της αρχαίας Ρώμης, της εξαφάνισης των ιθαγενών της Αμερικής, των βρετανικών στρατόπεδων συγκέντρωσης στην αποικιοκρατούμενη Ινδία, της ατομικής Χιροσίμα, των ναπάλμ στο Βιετνάμ. Αυτό προκαλεί στο να συμπεράνουμε πως όταν η μαζική παραγωγή θανάτου στέκεται πάνω στους ώμους των ανθρώπων, αν αυτοί δεν κρατηθούν ζωντανοί -σωματικά και συνειδησιακά- για να αντισταθούν, θα αποκτηνώνονται. Αυτός είναι άλλωστε ο στόχος του συστήματος, στόχος που φτάνει σε ακραία μορφή όταν δεν υπάρχει για αυτό άλλη διέξοδος: Η δημιουργία πειθήνιων όντων που δεν μιλούν, δεν ακούν, δεν σκέφτονται, δεν αντιδρούν. Γίνονται αυτουργοί και απολυμαντήδες του εγκλήματος που τα παγκόσμια αφεντικά σχεδίασαν. Η ταινία μας επιτρέπει να πούμε πως σε τέτοιες ιστορικές συγκυρίες όλοι δύνητικά μετατρέπονται σε Sondercomando. Σε υπηρέτες του δήμιου τους. Και υπηρέτες και αναλώσιμοι ταυτόχρονα. Δουλεύουν, βγάζουν την υποχρέωση τους και έπειτα εκτελούνται δίπλα σε αυτούς που έχουν εκτελέσει. Σε μια τέτοια προοπτική για το άτομο όλα θολώνουν: κοφτές κουβέντες, κοφτές σκέψεις. Το περιβάλλον χάνει την γραμματική και την γεωμετρία και το άτομο στέκεται έξω από την συλλογικότητα. Μόνο ένα ένστικτο κυριαρχεί. Επιβίωση. Αλληλεγγύη; Που να βρεθεί; Άλλωστε, οι ναζί αυτή ακριβώς την αξία επιδίωκαν να εξαφανίσουν. Και το κατάφερναν. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν μια βιομηχανία: ενός άλλου τύπου ανθρώπου. Νεκροζώντανου σκλάβου. «Arbeit macht frei».
Η ταινία πράγματι είναι εξαιρετική γιατί αισθητικά καταφέρνει να προχωρήσει σε κάτι νέο. Δεν δείχνει αλλά υπονοεί. Δεν θέλει να επαναλάβει το γνωστό. Να συντηρήσει το στερεότυπο της βίας, του επικείμενου θανάτου, της λύτρωσης. Άλλωστε τι θα πρόσθετε κάτι τέτοιο; Κατασκευάζει ωστόσο ευθύνες. Ταυτοποιώντας και εξισώνοντας το βλέμμα του κεντρικού χαρακτήρα με το δικό μας. Το ύφος της αφήγησης της ιστορίας μοιάζει με ένα στυγνό μονοπλάνο που εμείς δημιουργούμε την όλη του αφήγηση με τα κριτήρια της ανάμνησης μας και των ιστορικών μας γνώσεων και αναφορών. Καρφωμένη η κάμερα στην πλάτη του Saul, η απελπισία της ύπαρξης γίνεται ορατή, η δουλικότητα γίνεται ορατή, η απάθεια μπρος στον τρόμο γίνεται ορατή, ο ατομισμός γίνεται ορατός, η αδυναμία μετάνοιας γίνεται ορατή. Το μόνο που δεν είναι ορατό ωστόσο είναι το ίδιο το Άουσβιτς. Η ασάφεια του περιβάλλοντος κάνει ακόμα πιο κυρίαρχο στις σκέψεις μας (μέσω της αναπαράστασης που φτιάχνουμε στο μυαλό μας) το ναζιστικό χασάπικο: Το κοινό υποχρεούται να αναπαραστήσει το χώρο, το έγκλημα, το παρελθόν. Εν μέσω τούτης της διαδικασίας το κοινό συν-σκηνοθετεί την σχέση του με την ιστορία και την αλήθεια.
Ο βαθύτερος πόνος και η βαθύτερη αιτία δεν δύναται άλλωστε να γίνει εικόνα. Γι’ αυτό τον λόγο και η ταινία δεν είναι ένα εικαστικό αριστούργημα μα ένα τερατούργημα, μια τραγωδία καθ’ ομοίωση του απόλυτου τρόμου που μελετά.