«Stella Maris», του Κόρμακ Μακάρθι
Η προσπάθεια του ανθρώπου να επιστρέψει
Οι ιεροί τόποι υπάρχουν. Και όχι, δεν είναι τα μοναστήρια και οι εκκλησίες. Πρώτα ο τόπος. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Υπάρχει η αρμονία του άγνωστου και του σιωπηλού. Τα σημεία ενώνονται με την αόρατη κλωστή της δημιουργίας και η ποίηση σχηματίζει την πρώτη συλλαβή. Μέσα από τις βραχώδεις χαραμάδες, τις ανθισμένες κορφές και την κίνηση των χωμάτων οι ήχοι μετασχηματίζονται σε ασώματα πλάσματα που ψάχνουν τον τόπο τους. Πρώτα έρχεται το φτερούγισμα του κορακιού, το νιαούρισμα της γάτας και ο βρυχηθμός του λιονταριού. Η ζωώδης κραυγή γίνεται εντολή: Ζήσε! Μάθε! Και η λάσπη καθαρίζει το σκότος του οφθαλμού, ρίχνει την πύλη του στόματος και ο λόγος ξεκινά! Ο άνθρωπος είναι εδώ και λαμβάνει την ευλογία των αθώων, κράτα την ιερή στιγμή της αναζήτησης και πορεύεται. Όσο η αμφισβήτηση κυριαρχεί, ο τόπος ανθίζει. Όλα αλλάζουν όταν η περιέργεια υποτάσσεται στη λογική. Τότε, ο ιερός τόπος, εκτός από καταφύγιο, γίνεται αναζητητής του ανθρώπου! Μια ιδιαίτερη, σχεδόν αρχέγονη, διαλεκτική ετοιμάζεται να ξεκινήσει και τον ένα συνομιλητή τον ξέρουμε. Οι διάδρομοι είναι το σώμα, οι πόρτες τα αυτιά και τα παράθυρα τα μάτια. Και οι λάμπες τα στόματα που περιμένουν. Ο Κόρμακ Μακάρθι μας έδωσε το «Stella Maris» (Εκδόσεις Gutenberg) και εμείς ψάχνουμε, δημιουργούμε ξανά, τον άνθρωπο.
Το «Stella Maris» είναι το δεύτερο μέρος του μυθιστορηματικού δίπτυχου που συνέθεσε ο αμερικανός συγγραφέας. Πρώτα ήρθε ο «Επιβάτης». Εκεί ήταν η απώλεια, εδώ είναι η δημιουργία. Μάλλον, η προσπάθεια αναδημιουργίας. Φανταστείτε τα δύο έργα ως αντικριστούς καθρέφτες που «συνομιλούν». Στο ένα ο άνθρωπος φεύγει, στο άλλο προσπαθεί να επιστρέψει. Αφού είδαμε την αποχώρηση, εδώ κοιτάζουμε, διαβάζουμε, τους δρόμους της επιστροφής. Προσοχή! Ο Μακάρθι μένει στη διαδρομή που γεννά τα πάντα, αγγίζει τον τερματισμό, όμως μένει στην ανολοκλήρωτη πορεία. Διαβάζουμε στο τέλος: Νομίζω ότι ο χρόνος μας τελείωσε./Το ξέρω. Κράτα μου το χέρι./Να σου κρατήσω το χέρι;/Ναι. Το θέλω./Εντάξει. Γιατί;/Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι όταν περιμένουν κάτι να τελειώσει. Το φινάλε μένει στα χέρια του αναγνώστη. Αν θέλει θα δώσει μορφή στον αναγεννημένο άνθρωπο, θα τον ξαναβάλει στον ιερό τόπο. Το Stella Maris είναι μη δογματικό κέντρο φροντίδας ψυχιατρικών ασθενών. Αυτός είναι ο χώρος που οι εξομολογήσεις πονάνε, «γράφουν» στην ψυχή αβίαστα και μετακινούν τον κόσμο λίγα εκατοστά. Εκεί δημιουργείται ξανά ο άνθρωπος, εκεί -ίσως- επιστρέφει.
Στον «Επιβάτη» πρωταγωνιστής είναι ο Μπόμπι Γουέστερν. Εδώ, είναι η αδελφή του, η Αλίσια Γουέστερν. Ιδιοφυΐα στα μαθηματικά. Προσέρχεται με τη θέληση της στην κλινική «Stella Maris» έχοντας 400 χιλιάδες δολάρια σε μια πλαστική σακούλα. Σκοπός της είναι να μάθει και να μεταδώσει τη γνώση και την εμπειρία της, τις στιγμές που εισέβαλε στον ταραγμένο κόσμο του μυαλού της και συνομιλούσε με το φανταστικό πλάσμα που λέγεται «Το Παιδί». Με τον ψυχίατρο της αναπτύσσει μια ιδιαίτερη διαλεκτική που φτάνει στην αναδημιουργία. Εκεί βρίσκεται η πνοή του ανθρώπου και όλα όσα στηρίζουν τον κόσμο ανά τους αιώνες: μαθηματικά, φιλοσοφία, μουσική, ο Θεός, ο θάνατος, η αλήθεια. Στην περίπτωση της Αλίσια είναι και η σχέση με τον αδελφό της και εδώ βλέπουμε τι τους ενώνει και τι τους χωρίζει.
Ο Μακάρθι στο «Stella Maris» επιλέγει τον πιο απλό τρόπο για να διηγηθεί τη μεγάλη του ιστορία: ερωτήσεις-απαντήσεις. Η προετοιμασία, η έρευνα, η γνώση του ίδιου θέτουν τα θεμέλια γι’ αυτή την εντυπωσιακή γέφυρα που στήνει. Η συζήτηση Αλίσιας-ψυχιάτρου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Η αφήγηση ρέει με τέτοια άνεση που ο αναγνώστης εύκολα γίνεται από θεατής συμμέτοχος. Η μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή μας δίνει αυτό το εύληπτο αποτέλεσμα.