Suspiria: ένα οραματικό remake και ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για την διχασμένη Γερμανία του ‘80

Η νέα ταινία του Luca Guadagnino δανείζεται τα καλύτερα στοιχεία της αρχικής ταινίας του Dario Argento θέτει ψηλά τον πήχη

| 05/11/2018

Στο Βερολίνο του 1977, μια νεαρή αμερικανίδα χορεύτρια ονόματι Suzy Banion (Dakota Johnson) καταφθάνει στην πρωτοποριακή σχολή χορού της Helena Markos και γίνεται αμέσως κεντρική χορεύτρια έπειτα από την μυστηριώδη εξαφάνιση μιας άλλης οικοτρόφου. Πρώτα όμως έχει προηγηθεί η επίσκεψη της χορεύτριας Patricia (Chloë Grace Moretz) στον φροϋδικό ψυχαναλυτή της, η οποία σε κατάσταση υστερίας όπως διαγνώσκει ο ίδιος, μουρμουρίζει ακατάληπτες φράσεις σχετικά με την δράση της Madame Blanc (Tilda Swinton) στην σχολή. Ούτε όμως η ίδια αλλά και ούτε η νεοφερμένη Suzy είναι σε θέση να αντιληφθούν την πλήρη κατάσταση που επικρατεί στην σχολή, που μετατρέπεται σε προπέτασμα σκοτεινών, μεταφυσικών και φρικτών ξεσπασμάτων βίας.

Σίγουρα η ανασκευασμένη ταινία δανείζεται ελάχιστα στοιχεία από την αρχική, αλλά ο αφηγηματικός σκελετός που χρησιμοποιεί ως βάση ο Luca Guadagnino αρκεί προκειμένου να αναδείξει την δημιουργική του δεινότητα και να ξεφύγει από την στιγνά εμπορική ταυτότητα που του προσδόθηκε δικαίως(;) μετά το Call me by your Name.  Η ταινία λοιπόν καταλήγει να γίνεται μια πολυεπίπεδη αναφορά στην υποβόσκουσα γυναικεία σεξουαλικότητα που δίνει τον τόνο στο σύνολο της ταινίας, την ψυχολογική και πολιτική έννοια του «σχίσματος» στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου και την μισογύνικη πολλές φορές φροϋδική ψυχανάλυση. Η σχολή χορού γίνεται ένας safe space για κατατρεγμένες νέες γυναίκες, μια σύναξη μαγισσών (coven)  που μέμφεται τελικά το πέος, το πρωταρχικό αυτοερωτικό αντικείμενο με βάση την φροϋδική ανάλυση που επικρατεί στην ταινία.

Με φόντο το μουντό Βερολίνο, οι έντονες πρόβες διακόπτονται από βομβαρδισμούς ή τηλεοπτικές ειδήσεις στην δράση της αριστερής οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) που με πρωτοστάτη την Ουλρίκε Μάινχωφ διενέργησαν μια σειρά ένοπλων ενεργειών και πολιτικών δολοφονιών στην δυτική πλευρά του Βερολίνου. Όλη αυτή η κατάσταση του σχίσματος και του σιδηρού παραπετάσματος κατατέμνει μέσα από συμβολικές εικόνες τους ήρωες, αλλά αποδίδεται κυρίως στην δράση της σοβιετόφιλης πλευράς. Υπό το βάρος του «νοσηρού» κομμουνισμού και την φροϋδική, μισογύνικη μέθοδο στην ψυχανάλυση, αναδεικνύεται η φιλοσοφία του Πλάτωνα για την ψυχή ως ουσία άυλη, άφθαρτη και επομένως αθάνατη που ωστόσο εξαρτάται και γίνεται δέσμια ενός αντίθετα φθαρτού σώματος. Το σώμα λοιπόν αποτελεί τροχοπέδη στα σχέδια της ακαδημίας χορού και μόνο η νεαρή Suzy μπορεί να ανατρέψει το τίμημα του χρόνου. Με χορογραφίες που πάλλονται μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού και με τις υποδείξεις της πραγματικά πανταχού παρούσας και επιβλητικής Marcos, η Suzy διατείνει το χέρι της στο χάος και τον διάβολο. Το αποτέλεσμα είναι μια τελετή μύησης που μετατρέπεται από διονυσιακή  σε φρικιαστική και splatter. Η μακρόσυρτη πλοκή καταφθάνει απελπιστικά αργά μέχρι αυτή την παροξυσμική κορύφωση και το σώμα επιτέλους νικιέται.

H αισθητική του Luca Guadagnino διαφέρει σημαντικά από αυτή του Dario Argento. Ενώ στην πρώτη ταινία έχουμε πληθώρα χρωμάτων και neon αποχρώσεις, τώρα υιοθετείται μια πιο γκρίζα χρωματική παλέτα που όμως αποτελεί μια καλά ζυγισμένη αισθητική επιλογή. Στην πραγματικότητα, το σύνολο της ταινίας το φέρνει υποκριτικά εις πέρας η Tilda Swinton, που με το ταλέντο της κυριαρχεί στην οθόνη και στους τρεις ρόλους έκπληξη που υποδύεται. Η Dakota Johnson αν και φαίνεται ότι έχει καταβάλλει προσπάθεια, εντούτοις παραμένει σε ένα μέτριο επίπεδο και σε πολλά σημεία θυμίζει υποκριτικά τον ρόλο της στις Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι. Ως ένα πιο γενικό σχόλιο, η ταινία είναι μια θαυμάσια αναπροσαρμογή μιας κλασσικής horror ταινίας που δύναται να γίνει και η ίδια instant cult classic.