«The Lighthouse»

...και οι γλάροι κρώζουν στεγνά και ασπρόμαυρα

| 30/01/2020

Δεν ενδιαφέρει κανέναν πραγματικά να ψάξει να βρει αν και όντως υπάρχει κάποια συγκεκριμένη, συγκροτημένη, εκλογικευμένη ή αλλιώς στερεότυπη θεματική σε ένα έργο του οποίου η εικόνα και η όλη του εικαστική δυναμική παράγει στον θεατή ουσιαστική απειλή και αναπάντεχο τρόμο, όπου οι φυσιογνωμίες των δυο ηθοποιών παράγουν εφιάλτες και ματαιότητα όπως κινούνται εξαρχής ηττημένοι και οι ερμηνείες τους μας εγκλωβίζουν σε αρχέτυπους χαρακτήρες τραγωδίας γεμάτους αμφισημίες. Δεν θα κάτσουμε να αναρωτηθούμε «τί» και «γιατί» συμβαίνει ό,τι συμβαίνει αποκλείοντας κάθε ελευθερία να λειτουργήσουν οι αισθήσεις μας μπρος σε ένα «κείμενο» που μοιάζει με ασήκωτη θεατρική αναπαράσταση της παρηκμασμένης ανθρώπινης κατάστασης: μπρος στο τσακισμένο και διαμελισμένο σώμα ενός γλάρου στα χέρια ενός ανθρώπου, εργαλείο εκτόνωσης της επερχόμενης απόγνωσής του. Δεν θα βρούμε κάποιο δίδαγμα ή μια πλοκή που θέλει επεξήγηση. Δεν θα κάτσουμε να το ταυτίσουμε με κάποιο «είδος» για να μας γίνει πιο κατανοητό. Πραγματικά δεν χρειάζεται να στραφούμε προς τέτοιου τύπου αναγνώσεις. Η τέχνη δεν φτιάχνεται άλλωστε από τεχνοκράτες και η ασάφεια είναι συχνά εργαλειακό μέρος της φύσης της. Ο κινηματογράφος, ναι, μπορεί να παράξει ακριβώς την αίσθηση της τραγωδίας –και ως δραματουργία και ως μεταφορά και ως κυριολεξία- του ανθρώπου ακόμη και με τα πιο βασικά και κύρια εργαλεία του. Η φόρμα οφείλουμε να δηλώσουμε πως παράγει νοήματα και αυτό ασφαλώς δεν δηλώνει καθόλου φορμαλισμό. Απλά κοιτάζουμε. Και ικανοποιούμαστε με αυτό που κοιτάζουμε γιατί δεχόμαστε επιθέσεις από τους αλλεπάλληλους συνειρμούς μας.

Είναι πραγματικά σπουδαίο, από την άλλη, να βλέπουμε τον Robert Eggers, ένα νέο (ηλικιακά και επαγγελματικά) Αμερικάνο σκηνοθέτη να καταργεί πλήρως τις συμβατικές του χολιγουντιανού κανόνα, να πετάει τα ψηφιακά CGI στα σκουπίδια, να αδιαφορεί για την κλασική εξέλιξη πλοκής και ιστορίας αλλά ωστόσο να ενδιαφέρεται για ανάπτυξη κλίματος μελαγχολίας, αδιεξόδου και ασφυξίας στον θεατή, να βρίσκει τελικά τις αναφορές του στην τέχνη και όχι στο θέαμα, στον κινηματογράφο τέχνης του Bergman και του Dreyer, στον Σαίξπηρ, τα ναυτικά σπαράγματα και στην αρχαία ελληνική δραματουργία, να είναι πραγματικά ανεξάρτητος σε ένα εξαρτημένο από τα στούντιο αφήγημα που μας έχεις κατακλείσει, στην εποχή του Netflix και του ευκολόπεπτου, να κατασκευάζει με τον βαρύ κόκκο του αυθεντικού φιλμ και σε τετράγωνο αποπνικτικό φορμά, δύσκολο ασπρόμαυρο «γοτθικό» σινεμά γεμάτο υπάρξεις σκιές, θάλασσα που δεν λέει να κοπάσει, γλαροπούλια που κρώζουν ανθρώπινες ενοχές, ανασφάλειες, μυστικά και βία: η φύση που θα επιστρέψει τιμωρητικά και πτωματοφάγα.

Δύο άτομα και ένας φάρος στην ερημιά μιας ακτής. Η βάρδια τους είναι αποκλειστικά το να καταφέρουν να αντέξουν τον χρόνο, τον χώρο και την ίδια τους την ύπαρξη. Willem Dafoe, άριστος για άλλη μια φορά και Robert Pattinson που τελεσίδικα ακολουθεί ουσιαστικές καλλιτεχνικές πορείες, οι δυο χαρακτήρες. Ο ένας γέρος και ο άλλος νέος. Τι παρελθόντα και τι μέλλοντα! Χαμένοι από χέρι. Η κηδεία τους ήδη έχει γίνει από το πρώτο καρέ. Από το δεύτερο, υπογραμμίζουν πως αποτελούν μια και μοναδική «περσόνα», διχασμένη, διασπασμένη ανάμεσα στην πρόθεση και την αναποφασιστικότητα. Σε αυτό που θέλουν να είναι και σε αυτό που είναι. Είναι δυο μοναξιές που έρχονται σε επαφή μονάχα για να επιβεβαιώσουν και να «γιορτάσουν» εκ νέου την μοναξιά τους, δυο άνθρωποι που μυρίζουν (ναι, το φιλμ αυτό μυρίζεται κιόλας) λίγη εναπομείνασα ανθρωπιά και ταυτόχρονα προετοιμασία για φονικό, που τους παρακολουθούμε σε μια πορεία κατακόρυφης κατρακύλας και πτώσης, ασχέτως που πιστεύουν πως θα κατακτήσουν στο συμβολισμό του φάρου, το «φως». Αλαζονεία θα εκφράσουν και θα γκρεμιστούν σαν τον Ίκαρο. Ύβρη θα διαπράξουν και θα κατασπαραχθούν σαν τον Προμηθέα που σκέφτηκε να φέρει τη φωτιά στους ανθρώπους. Σε αυτούς που δεν την τίμησαν και σωριάζονται αιωνίως. Που έχουν καταρχήν τιμωρηθεί: δεν υπάρχει χώρος για φιλία, για συναδελφικότητα, για συνεργασία, για στοργή, δεν υπάρχει χώρος για αγάπη σε αυτή την πεταμένη απομόνωση, υπάρχει μονάχα ιεραρχία που όμως κανείς δεν άρχει. Είναι το περιθώριο του περιθωρίου. Ζούνε από την σάρκα του άλλου. Από τις σκέψεις του άλλου. Απομυζούν. Και εμείς παρακολουθούμε και κοιτάζουμε να δούμε από την άκρη του κάδρου μπας και υπάρξει ελπίδα. Ωστόσο κανένα πλοίο δεν προσμένουν. Τίποτα απολύτως δεν θα υπάρξει στον ορίζοντα για να δει την λάμψη. Μονάχα αυτοί. Εγκλωβισμένοι, ενώ το φως του φάρου είναι εκεί ψηλά αναβοσβήνοντας και βγάζοντας τον μονότονο ήχο του, διαχειρίζονται όχι προφανώς την σωτηρία τους αλλά με ποιο ακριβώς τρόπο θα συντριφτούν.

Μια ταινία ξεπλυμένη από το αλάτι της θάλασσας.

Μια ταινία, σκουριασμένο σίδερο.

Μια ταινία, κατακρεουργημένη ευαισθησία.

Μια ταινία, αίμα στεγνό και ασπρόμαυρο.

Μια ταινία που σε ένα θρυμματισμένο κόσμο, σαν τον σημερινό, μονάχα μπορεί να υπάρξει. Και υπήρξε, ευτυχώς.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).