Τι οφείλουμε (και τι όχι) στο σινεμά
Μια ανασκόπηση του 63ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ως θεσμού, ως πρόταση ταινιών, ως πολιτιστική τοποθέτηση, ως μέλλον.

«Το ποιητικό αγκάλιασμα καθώς το αγκάλιασμα
το σαρκικό
όσο διαρκεί
απαγορεύει την πτώση στη μιζέρια του κόσμου»
Αντρέ Μπρετόν
1
Τα φεστιβάλ κινηματογράφου έχουν ως αποστολή την υπεράσπιση της κινηματογραφικής τέχνης. Των δημιουργών της και της αισθητικής τους και διαμέσου αυτής των παραγόμενων αξιών και κριτηρίων. Ο σεβασμός στη τέχνη, στον καλλιτέχνη και στο κοινό αποτελεί ενιαίο δομικό υλικό και στοιχείο για την ύπαρξή τους. Το φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για αυτό τον σκοπό ιδρύθηκε. Αυτό επιπλέον όρισε και το 1970 η «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου -που στη φετινή διοργάνωση τιμήθηκε-. Μετέπειτα, και καθώς υπήρξαν εποχές που διολίσθαινε ή βαριανάσαινε, ο ίδιος ο δημόσιος λόγος, οι ζυμώσεις, οι αναζητήσεις καθώς και οι συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις του κοινού, της κριτικής και των καλλιτεχνών το βοηθούσε να επανέλθει στην αρχική του αποστολή: Το ελληνικό σινεμά να μετατρέπεται και να αναπτύσσεται ως καλλιτεχνική πράξη και το παγκόσμιο να βρίσκει τη φωνή του ακέραια στο ελληνικό κοινό. Το φεστιβάλ δεν είναι εμπορικός θεσμός, δεν αποτελεί ακόμη μια αίθουσα, οι ταινίες δεν επαναλαμβάνονται και πολλές δεν θα ξαναιδωθούν. Η ύπαρξη και η συνέχισή του ως θεσμού συντήρησης και ανακάλυψης της καλλιτεχνικής δυναμικής της εικόνας δεν επαφίεται σε κάποιους παράγοντες αλλά σε όλους όσους αγαπούν την κινηματογραφική τέχνη ως έκφραση του παγκόσμιου πολιτισμού.
2
«Το ότι ο κινηματογράφος εφευρέθηκε ως εργαλείο σκέψης, η ανθρωπότητα το λησμόνησε εξαιρετικά γρήγορα», έχει δηλώσει ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ κι αυτή η φράση τοποθέτησης του σινεμά μέσα στην ιστορικότητά του, δικαιούται να αποτελεί ταυτόχρονα και ένα εργαλείο αξιολόγησης: του εκάστοτε κινηματογραφικού έργου και του εκάστοτε φορέα που το προτείνει στο κοινό. Η θέση άλλωστε αυτή επικυρώνεται καθημερινά στην πράξη. Μια βόλτα κι αν κάνουμε στα περισσότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου, θα διαπιστώσουμε πως αποτελούν (επιπλέον) την πηγή από την οποία εκβάλλουν ιδέες, σκέψεις και ιδεολογικές προτάσεις κινηματογραφικών καλλιτεχνών όπως και αναφορές ολόκληρων κουλτούρων. Αντίθετο στην παραπάνω πρόταση, είναι η πλήρης βιομηχανοποίηση και άρα απαξίωση του κινηματογράφου και η ανάδειξη του ως θέαμα νέτο-σκέτο. Κάτι τέτοιο θα ήταν η ταφόπλακα του κινηματογράφου στη χώρα μας που βάλλεται από παντού: υπουργεία, νομοθεσίες, ιδρύματα, ευρωπαϊκά προγράμματα και αποικιακής αντίληψης συμβάσεις με τεράστιες πολυεθνικές. Το φεστιβάλ κινηματογράφου πρέπει να αντέξει στη συνολική επίθεση που δέχεται ο κινηματογράφος μας και να παραμείνει προστάτης του.
3
Το 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ανακινεί, κατά συνέπεια και πάλι, την παραπάνω κουβέντα σε όσους θέλουν να δούνε μέσα και έξω από τις ταινίες, πίσω και μπρος από τις κάμερες, εντός και εκτός από την τέχνη και κάθετα προς την βιομηχανία, τις εταιρείες και τα όποια αντικρουόμενα συμφέροντα, δηλαδή αυτά του καλλιτέχνη, τις απαιτήσεις και αναζητήσεις του κοινού σε αντίθεση με τους κάθε λογής εμπόρους και αγοραστές «τέχνης». Το κινηματογραφικό «πλέγμα» ύπαρξης αυτής της τέχνης, αποτελεί τον πυρήνα της όποιας κινηματογραφικής συζήτησης και δεν αποτελεί εξειδικευμένο πεδίο. Ο κινηματογράφος είναι η πιο λαϊκή τέχνη με την πιο μαζική απεύθυνση. Άρα ό,τι συμβαίνει μέσα και γύρω από αυτόν, επιδρά στο σώμα των θεατών συνειδητά ή υποσυνείδητα, σαφώς όμως σταθερά και με τεράστια δυναμική στο τρόπο που μαθαίνει να ζει, να συμπεριφέρεται, να διασκεδάζει, να πολιτικοποιείται ή και τίποτα από όλα αυτά. Το σινεμά αποτελεί εργαλείο σκέψης αλλά παράλληλα και εργαλείο μαζικής αποχαύνωσης. Το φεστιβάλ κινηματογράφου είναι ο φυσικός χώρος που οφείλει να συντηρείται η πρώτη λειτουργία του.
4
Το 63ο φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης απέδειξε ξανά ότι σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει ανάγκη για έκφραση σημαντικών σκέψεων και ιδεών. Μέσα στο βαλτώδες τοπίο της παγκόσμιας κοινωνικής καταπίεσης, υπάρχουν ανάσες που ακούγονται, σκέψεις που θέτουν ερωτήματα στην ημερήσια διάταξη. Το αν προτείνονται αυτές ή οι άλλες, οι πρόσκαιρες ή οι διαχρονικές, οι πολιτικές ή οι απολίτικες είναι ζήτημα επιλογής του και αυτή η επιλογή αφορά τους πάντες.
5
Τα βραβεία και τα χειροκροτήματα αποτελούν μια επικουρική -συχνά ειλικρινή- επιβράβευση της προσπάθειας ενός καλλιτέχνη. Μπορεί όμως να είναι και μια πολιτική πρακτική και στάση απέναντι στις επερχόμενες και θελημένες (a.k.a. προσοδοφόρες) τάσεις. Επίσης, το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν είναι η μία ή η άλλη πρεμιέρα μεγάλων εμπορικών ταινιών, έστω και καλλιτεχνικών αξιώσεων. Το φεστιβάλ είναι τα παράλληλα τμήματά του: Εκεί που οι ταινίες δεν ανταγωνίζονται η μια την άλλη αλλά συνδιαλέγονται μεταξύ τους, όπου η μια γεμίζει τα κενά (μορφικά, περιεχομενικά, πολιτιστικά) που άφησε η πρώτη, που συγχρωτίζεται στα ίσια με την πραγματικότητα της ζωής. Ταινίες με μικρά κυρίως budget που αναζητούν την θέση τους σαν σφήνες στην ήδη διαμορφωμένη από την κινηματογραφική και κοινωνική συμβατικότητα συνείδησή μας. Το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποτελεί μια αξία διαχρονική σε σχέση με αυτό, που διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα και συχνά πιο προβεβλημένα της χώρας. Ακριβώς όμως λόγω της δυναμικής του ως κεντρικού φεστιβάλ, αποτελεί και τον στόχο της επιχειρηματικότητας και της κρατικής πολιτικής χειράγωγησής του. Ό,τι παράγεται άλλωστε αγοράζεται και πουλιέται. Και μέσα σε μια τέτοια συνθήκη, η τέχνη μπορεί να χαθεί ή και να αλλοιωθεί, να στρογγυλέψει. Ο κάθε καλλιτέχνης, πολύ περισσότερο σήμερα, βρίσκεται προ των πυλών μιας τέτοιας συνθήκης και η τόλμη του αποτελεί (μαζί με την ακεραιότητα και την πίστη στη δημιουργικότητά του) το τελευταίο του προπύργιο.
6
Το φεστιβάλ μέσα από τις ταινίες του έκανε αισθητές και διακριτές τις δυο πλευρές που συγκρούονται καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας του μέσου: του κινηματογράφου που τολμά και αυτού που συμβιβάζεται. Του κινηματογράφου που μιλάει και αυτού που σιωπά παροπλισμένο. Του σινεμά που κάνει βήματα μπροστά και αυτού που κάνει άλματα προς τα πίσω δομημένο διαφημιστικά, προμοταρισμένο ναρκισσιστικά, περιεχομενικά και θεματικά αδιάφορο, συμβατικό, χλιαρό και χιλιοειπωμένο.
Εμείς επιλέγουμε να παρακολουθήσουμε το πρώτο. Κι όσο υπάρχει αυτό, το δεύτερο, παρόλες τις «πλάτες» του, στο τέλος θα χάσει. Ο ορίζοντας μπορεί να είναι μακριά, αλλά διαφαίνεται καθαρά.
7
ΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΩΣ ΠΡΟΠΥΡΓΙΟ ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ
190+ ταινίες παίχτηκαν μέσα σε λίγες ημέρες. Κάποιες από αυτές είχαν ήδη αποκτήσει το εισιτήριό τους για εμπορική διανομή σε κάποια αίθουσα. Κάποιες είναι ήδη επιτυχημένα εμπορικά προϊόντα, προφανώς υψηλών μορφικών και στυλιστικών (ακόμη και θεματικών) αξιώσεων. Ωστόσο υπάρχουν ταινίες, «χαμένες» μέσα σε λίστες που ωστόσο έχουν να προτείνουν το σημαντικό «άλλο». Ταινίες που εξυπηρετούν τα νοήματά τους και ταυτόχρονα εξυπηρετούν τον ίδιο τον κινηματογράφο για την αναζωογόνηση και την εξέλιξή του.
Τμήματα όπως οι «Ανοιχτοί ορίζοντες», το «Ματιές στα Βαλκάνια» και το «Film Forward» αποτελούν σύνολα που έτσι και κάποιος τα ανακαλύψει έρχεται, παρά τις ενδεχόμενες αδυναμίες και προβλήματα αισθητικού χαρακτήρα στις εκάστοτε προσπάθειες, σε επικοινωνία με σημαντικές πολιτιστικές αντιλήψεις και θέσεις από όλο τον κόσμο. Είναι τα τμήματα που το φεστιβάλ πρέπει να συντηρήσει και να αναπτύξει με την μεγαλύτερη τόλμη και στοργή.
«FILM FORWARD»: Ίσως μια από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις και παρακαταθήκες του φεστιβάλ στο κινηματογραφικό και εν γένει καλλιτεχνικό πεδίο είναι το τμήμα όπου το σινεμά απελευθερώνεται από τις συμβάσεις: ταινίες που προτείνουν νέες μορφές, νέες θεματικές, νέα περιεχόμενα με νέους αφηγηματικούς τρόπους και εκφραστικά εργαλεία. Το «Film Forward» είναι αισθητική πρόταση και θέση που αντιτίθεται εξ’ ορισμού ως πολιτική θέση στα όποια… «Έτερος εγώ», τις σειρές και τις δάφνες, που αναγγέλει επίσημα το κράτος, αυτές της νετφλιξιανής αποδοχής της εγχώριας παραγωγής αφέλειας.
Το φεστιβάλ κινηματογράφου, κατά αυτόν τον τρόπο, επιτρέπει στον δημιουργό να παραμείνει ο κύριος του εαυτού του, να μην λογαριάζει κανέναν και να έρχεται σε ουσιώδη επικοινωνία με το κοινό. Το φεστιβάλ δεν είναι μια ακόμη «παροχή περιεχομένου» αλλά μια σύνθετη, κι ακριβώς για αυτό, μια προς προάσπιση κοινωνική διεργασία. Δεν ανήκει παρά στον λαό και τους καλλιτέχνες του.
8
ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ: ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΧΘΟΝΩΝ ΛΑΩΝ
Τέτοιο σινεμά δεν θα δούμε ποτέ στις αίθουσες, μήτε στις πλατφόρμες. Τέτοιο σινεμά για να υπάρχει, πρέπει να υπάρχει καλλιτεχνικό σθένος και μια σχέση με την πραγματικότητα όσο οδυνηρή αυτή κι αν είναι. Σινεμά ταυτόσημο με τον πόνο αλλά και την ανθρωπιά, σινεμά που επικυρώνει τον άνθρωπο ως ενεργό υποκείμενο της ιστορίας. Και τέτοιο σινεμά οφείλει να αναζητάει μονίμως το φεστιβάλ αντιδρώντας στην αυξανόμενη πολιτιστική και πολιτισμική κυριαρχία του δυτικού κόσμου.
Αργεντινή. 1986. «Geronima». Σκηνοθεσία του Raúl Tosso. Όπου με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο και μορφή, με την ελευθερία του πειραματισμού και των δυνατοτήτων της κινηματογραφικής φόρμας, μετατρέπεται στο πιο σύγχρονο και δριμύ «κατηγορώ» της αποκτήνωσης ολόκληρων πολιτισμών, των ιθαγενών της νότιας Αμερικής, και των ανθρώπων της. Το βλέμμα της Geronima, μιας μάνας που την «απαγάγουν» μαζί με τα παιδιά από το σπίτι της και την μεταφέρουν σε ίδρυμα, μετατρέποντάς την σε αντικείμενο προς μελέτη, είναι το βλέμμα αιώνων ελευθερίας μπρος στο δυτικό σλόγκαν των αποκιοκρατών που βλέπουμε στην εισαγωγή της ταινίας: «Off with their heads». Όλοι οι συντελεστές ιθαγενείς. Άνθρωποι που δεν είχαν πιάσει ποτέ κάμερα, γίνηκαν καταγραφείς της ιστορίας τους. Γεγονός, πολιτισμικά, συγκλονιστικό. Κι αυτό είναι πολιτική θέση, με την πιο ευρεία και πιο επιδραστική έννοια.
9
ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ (ΚΑΤΑ)ΔΙΚΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ
Αγκόλα. 2022. Στα όπλα/Nação Valente. Σκηνοθεσία του Carlos Conceição. Στη συλλογική συνείδηση ο ναζισμός, ο πόλεμος και οι γενοκτονίες, εθνικές και πολιτικές, που επέφερε στην ευρωπαϊκό και όχι μόνο σώμα και την μνήμη του αποτελεί κοινό τόπο. Ο πολιτισμός μετά το Άουσβιτς φάνηκε σε παγκόσμιο επίπεδο το πόσο αποκρουστικός έχει μετατραπεί. Αλλά ο πολιτισμός ως τέτοιος είχε ήδη κτιστεί, σε άλλους τόπους και χρόνους, με γαλόνια αίματος. Υπάρχει ευτυχώς ένα σινεμά που δεν φοβάται, όσο φοβίζει αυτούς που αιματοκύλισαν ή και εκκαθάρισαν λαούς ολόκληρους, αυτούς που στη κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση διδάσκονται και εξαίρονται ως φορείς ελευθερίας και δημοκρατίας. Το σκοτεινό παρελθόν της αποικιοκρατίας, βγαίνει μέσα από τις εικόνες του κινηματογράφου σκληρά, με βάθος και οδυνηρά. Και μας επαναφέρει πίσω στις ρίζες που ο 20ος αιώνας μας έδειξε αργότερα τις συνέπειές τους. Μιλάμε για την Πορτογαλία και τα εγκλήματα πολέμου της στη νότια Αφρική.
10
ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Κολομβία. 2022. Η αγέλη/La Jauría. Σκηνοθεσία του Andrés Ramírez Pulido. Ο δυτικός κόσμος σίγουρα ζει μια σαφή κοινωνική καταπίεση και καταστολή των όποιων δικαιωμάτων του κι αυτό είναι γεγονός μη αμφισβητήσιμο, μη διαπραγματεύσιμο. Ωστόσο υπάρχουν λαοί που δεν γνώρισαν, ούτε γνωρίζουν στιγμή κάτι άλλο πέρα από συντριβή και αποκτήνωση της ψυχής τους και των σωμάτων τους. Όταν η τέχνη πιάνει αυτά τα ζητήματα με ανάλογη μορφική συνέπεια και ποιότητα, τότε γίνεται τόσο συγκλονιστική που μπροστά τα προβλήματά μας χάνουν δυναμική: καθώς μετράμε κατά χιλιάδες τις διαλυμένες αποκτηνωμένες ανθρώπινες μορφές λαών (εδώ των ανήλικων παιδιών τους σε μια φυλακή στη μέση της ζούγκλας της Κολομβίας) που δεν γνώρισαν στιγμή ευτυχίας, κατανοούμε εκ νέου την όποια προνομιούχα θέση μας, την ευθύνη μας και τον ωχαδερφισμό μας. Η βία της εξουσίας, βρίσκει εμπόδιο στη τέχνη, γι’ αυτό ενίοτε την κυνηγά. Αν όχι με την λογοκρισία, τότε με την απόκρυψη. Η υπεράσπιση ενός σινεμά που κοντράρεται με την λήθη και την αδιαφορία μπρος στην κρατική βία, είναι υπεράσπιση του ανθρώπινου πολιτισμού και των αξιακών κώδικων της ανθρώπινης κοινωνίας.
11
ΔΕΣΜΟΙ ΑΙΜΑΤΟΣ, ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΗ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ
ΗΠΑ. 2022. Στον ανοιχτό δρόμο/Runner. Σκηνοθεσία της Marian Mathias. Το σινεμά, όπως κάθε τέχνη, διαμέσου της ερμηνείας του παράγει σκέψεις. Η ερμηνεία είναι αυτή που αποδίδει νόημα στα πράγματα. Όταν το σινεμά καταφέρνει να διαφύγει από την ναρκισσιστική του θλίψη και την θεαματική του εκμετάλλευση, μπορεί να δράσει επιτελικά στην συνείδηση του κοινού και να του ανοίξει δρόμους μέχρι πρότερα άγνωστους ή και αδιάβατους. Ο ενεργητικός θεατής του σινεμά, αυτός που de facto καταργεί το θέαμα, κριτικά προσεγγίζει κάθε καλλιτεχνική τοποθέτηση και θέτει κάθε πλάνο σε άλλα πεδία σκέψης και θεώρησης. Όταν το καταφέρνει αυτό ο κινηματογράφος, τα μάτια μας θαυμάζουν την δυνατότητα της τέχνης να εισέρχεται στα πεδία του στοχασμού. Είναι, με άλλα λόγια, πανέμορφο μια ταινία να ανοίγει συζητήσεις, ίσως αδόκιμες και ακατάληκτες, που αλλιώς ωστόσο δεν θα κάναμε. Κι αυτό γίνεται με ένα κορίτσι, σε κάποιες οικογενειοκρατούμενες, πουριτανικές, αποκρυμμένα πατριαρχικές μεσοδυτικές πολιτείες, μουντές και άδειες από ζωή και κίνηση, όπου ψάχνει με τα πόδια να βρει έναν τόπο, λίγο γη, να θάψει τον πατέρα της. Τόσο απλό στην πλοκή, τόσο έντονο στη δυνατότητα του να εκτιναχτεί προς χίλιες κατευθύνσεις.
12
ΤΙ (ΞΑΝΑ)ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ
Ο Κώστας Σταματίου, της παλιάς γενιάς της ελληνικής κριτικής και των ελληνικών γραμμάτων, έγραφε το 1971 με αφορμή την «Ευδοκία» του Δαμιανού, ταινία που έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς, ταινία που τελικά άλλαξε τα πράγματα στον ελληνικό κινηματογράφο:
«Eικόνες-γροθιές, που μας ξεβολεύουν, μας ξυπνάνε. Eικόνες που σαλπίζουν Eλλάδα! Στο διάβολο η «τεχνική τελειότητα», η «στιλπνή αφήγηση», η «άψογη σκηνοθεσία», τα στούντιο, οι προβολείς τους, οι «σταρ» τους – να πάνε και να μην ξανάρθουνε. Aδέξιος, μπρούτος-γηγενής, ο Aλέξης Δαμιανός μπορεί να «μην ξέρει», αλλά «κάνει κινηματογράφο». Mε τη λύσσα του!».
Στη βάση αυτού του αξιώματος εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε το ελληνικό σινεμά, σε μια εποχή πολιτικά εχθρική (δικτατορία) για τους πάντες εκτός των εμπόρων, των βιομήχανων και των συμβιβασμένων, σε μια εποχή όπου το ελληνικό σινεμά υπηρετούσε ως κυρίαρχο θέαμα μόνο την φθηνή διασκέδαση ή όπως έγραφε ο Γιάννης Αμάραντος από το 1953:
«Τι είναι αυτό που κάνει τον κοσμάκη, να συρρέη με τόσο φανατισμό, σε έργα ελληνικά με τέτοιο περιεχόμενο; Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Κουρασμένος απ’ τα φοβερά προβλήματά του, ζητάει τη φτηνή ψυχαγωγία».
Ο κάθε καλλιτέχνης στο σήμερα, με αυτά τα παραπάνω λοιπόν αναμετριέται. Σίγουρα όχι με τις επιχορηγήσεις -και ως εκ τούτου τους ελέγχους επί του υλικού- που επιβάλλουν εκ των πραγμάτων συγκεκριμένες δημιουργικές συνθήκες και που τον προσβάλλουν σε τελική ανάλυση ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο μπροστά σε μια πρόσκαιρη επιτυχία αμφιβόλου καλλιτεχνικής ποιότητας.
Μπροστά στην επέλαση -εκ κράτους και επιχειρηματιών/εμπόρων- που θέλουν να «ιδρύσουν» κινηματογραφική βιομηχανία στον τόπο, πρέπει να υπάρχει αντιπρόταση. Κι αυτή τίθεται στα πλαίσια πάντοτε της ιστορίας της τέχνης: Αποζητάμε δημιουργούς παντός επιστητού, δημιουργούς επί του πεδίου, δημιουργούς σε πλήρη επικοινωνία με όλα τα φάσματα της καθημερινής ζωής, τα σκαμπανευάσματά της, τις στροφές, τις αμφιβολίες και τις αμφισβητήσεις της. Δεν θέλουμε καλοδομημένα σενάρια και location managers, όσο ευρύτατες γνώμες και ρεπεράζ καλλιτεχνών, θέλουμε επαφή καλλιτεχνών με την σύνολη κοινωνική εμπειρία, με τα επείγοντα, τα φλέγοντα, τα δοκιμιακά, τα φιλοσοφικά και τις συναισθηματικές εντάσεις που η τέχνη μπορεί να παράξει στην βάση αυτών. Ο μοντερνισμός, λοιπόν, οφείλει να επιστρέψει λυσσασμένος. Αυτό διαφοροποιούσε τον Αγγελόπουλο από το καλύτερο νετφλιξιάνο σκηνοθέτη. Αυτό διαφοροποιούσε τον Δαμιανό από την «αρτιότερη» τεχνικά ταινία του σήμερα.
Η λερή «ριζοσπαστικότητα» της τέχνης που προάγεται κατά κόρον τα τελευταία χρόνια καθώς και το μέτριο επίπεδο αισθητικής, συναισθηματικής και θεματικής οξυδέρκειας των ελληνικών έργων αποτελεί μια πλέον κλισέ και πλήρως συμβατική συνθήκη. Η όποια αρτιότητα της φόρμας άλλωστε δεν αποτελεί καλλιτεχνική δυναμική αξίωση, αλλά μια καλογυαλισμένη τεχνικά επιφάνεια. Μιας και αποκομμένη από τις θεματικές ενός ολοκληρωμένου φιλμικού κειμένου, αποτελεί μια μικροαστική προνομιούχα νοοτροπία που βγάζει -ενίοτε χυδαία- την γλώσσα και στο ελληνικό κοινό αλλά και στους συναδέλφους άλλων χωρών που όπως θα έγραφε ο Οκτάβιο Παζ τουλάχιστον έχουν ακόμα «ακονισμένα… και όχι λιμαρισμένα τα νύχια τους». Οι ταινίες, λοιπόν, δεν πρέπει να εξυπηρετούν μόνο την πλοκή (ή την φόρμα ανεξάρτητη από τις συνδηλώσεις της), αλλά να εξυπηρετούν ταυτόχρονα τον κινηματογράφο. Μην επιστρέψουμε δηλαδή εκεί που η ιστορία ξέβρασε. Στην κλασική αφηγηματική. Στις περισσότερες ταινίες δεν υπάρχει απουσία ιδέας, πλοκής, «μύθου» όπως λέμε στον κινηματογράφο. Υπάρχει απουσία θέσης με αφορμή και πάνω σε μια ιδέα και ένα μύθο.
Ο Παύλος Ζάννας, ο κριτικός κινηματογράφου και στοχαστής που ίδρυσε το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είχε γράψει το 1955 πως «ο κινηματογράφος χρειάζεται σκηνοθέτες με “μάτι” και “ιδέες”…». Σαφώς δεν εννοούσε ανθρώπους που υποκλίνονται μπρος στις επιταγές της εξουσίας ή του όποιου επιχειρηματικού «εναγκαλισμού».
Ο ελληνικός κινηματογράφος, αν δεν υποστηριχθεί στη λογική των ανθρώπων που αγωνίστηκαν ατομικά και συλλογικά γι’ αυτόν, σύντομα, ως τέτοιος, δεν θα υπάρχει. Κι αν και είναι δυστυχώς καθρέπτης της υποταγμένης, της αποπροσανατολισμένης, της αποδιοργανωμένης κοινωνίας μας -και των χαμένων πολιτισμικών της αναφορών-, παραμένει ευτυχώς πάρα πολύ εύθραυστος.
Κάτω από την άσφαλτο, καλύτερα να σταματήσει να υπάρχει μπετό.
***
Οι εποχές μοιάζουν αλλαγμένες και η πρόοδος ίσως να έχει επέλθει, όπως συχνά δηλώνουμε αλλά και που δεν φαίνεται να πιστεύουμε. Καθώς ωστόσο ο πρωθυπουργός εμφανίζεται και κάνει δηλώσεις από το φεστιβάλ καταλαβαίνουμε ότι κάτι θέλουν να πάει στραβά και κάτι θα ισιώσει με λάθος, για το κοινό, τρόπο και προς λάθος, για το σινεμά, κατεύθυνση. Το κράτος άλλωστε στο συνολικό σχεδιασμό της κινηματογραφικής πολιτικής της χώρας, αντί για σχολές και ακαδημίες ενδιαφέρεται για εργαστήρια παραγωγής εργαζομένων που θα παράγουν «τελειότητες» στα πρότυπα της «αποικιοκρατικής» Amazon.
Στο ερώτημα του τίτλου, λοιπόν απαντούμε: Οφείλουμε στο σινεμά να αναμετριόμαστε με την ουσία του: τις ευαισθησίες, τα πειράματά του, τα συναισθήματα, τις αξίες, τις ιδέες του και τις διαφυγές του ανθρώπινου πολιτισμού. Ό,τι πίσω από αυτό είναι παροπλισμός και παραίτηση.