Varda par Agnès – το αυτοβιογραφικό αντίο από την «γιαγιά» της nouvelle vague
Ανασκόπηση στην φιλμογραφία της Agnès Varda με αφορμή το τελευταίο της ντοκιμαντέρ.
Η Agnès Varda ήταν σίγουρα μια πολυεπίπεδη προσωπικότητα: ξεκίνησε ως φωτογράφος, μεταπήδησε στην συνέχεια στον κινηματογράφο, για να ασχοληθεί τελικά με το ντοκιμαντέρ και τις πλαστικές τέχνες. Από τις ελάχιστες γυναικείες φωνές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που δημιούργησαν πίσω από την κάμερα, έδωσε βήμα στους ανθρώπους του περιθωρίου και δημιούργησε μια σταθερά ενδοσκοπική φιλμογραφία. Χωρίς καμία προσπάθεια για διδακτισμούς, είχε δηλώσει: «Στις ταινίες μου πάντα ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να δουν σε βάθος. Δεν θέλω να δείξω πράγματα αλλά να τους δώσω την επιθυμία να δουν.»
Στην καριέρα της επέλεξε πολύ προσεκτικά τα έργα που παρουσίαζε και έτσι δημιούργησε μόλις δεκαπέντε μεγάλου μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ σε μια πορεία σαρανταπέντε χρόνων. Με μόνο κριτήριο την αισθητική και το προσωπικό της ένστικτο, επιβίωσε σε ένα αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο, έχοντας πολλές φορές προβλήματα στην οικονομική χρηματοδότηση των έργων της. Η γαλλοβέλγιδα σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής ωστόσο επέμεινε στην προσωπική της θέση, ισορροπώντας ανάμεσα σε πολιτικά ντοκιμαντέρ για τους Μαύρους Πάνθηρες και αναδρομικές εκθέσεις στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του οίκου Louis Vuitton. Το τελευταίο της ντοκιμαντέρ δεν προσθέτει κάτι καινούργιο αλλά αποτελεί περισσότερο μια ταινία «masterclass», δηλαδή μια κινηματογραφημένη ομιλία που θα μπορεί να προβάλλεται όλες εκείνες της φορές που την καλούν να μιλήσει κάπου και δεν μπορεί λόγω ηλικίας ή υποχρεώσεων να παραστεί, όπως είχε η ίδια δηλώσει. Και η ταινία είναι ακριβώς αυτό: τα λόγια της Agnès Varda συμπληρώνουν ένα ψηφιδωτό αναμνήσεων και βιωμάτων, αφήνοντας τελικά μια γλυκόπικρη αίσθηση στον θεατή που γνωρίζει πως αυτή η φιλόδοξη και δημιουργική ύπαρξη δεν είναι πια στην ζωή. Όταν παρουσιάστηκε για τελευταία φορά στο 41ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ [Cinéma du Réel] στο Παρίσι, η 90χρονη σκηνοθέτης μοιράστηκε κάποιες σκέψεις σε ένα τρυφερό βίντεο.
Πένθος, γήρας και απώλεια
Είναι λογικό μια καλλιτέχνης με μια σχεδόν εβδομηντάχρονη καριέρα να αποδέχεται ως φυσική εξέλιξη το θάνατο, ωστόσο φαίνεται μια πιο υπαρξιακή ανησυχία από τις πρώτες κιόλας της ταινίες, που νοηματοδοτούσε το τέλος με τον πιθανό θάνατο της πρωταγωνίστριας. Στην «Κλεό από τις 5 στις 7»(1962), το δίωρο της ταινίας ταυτίζεται με το αγωνιώδες δίωρο μιας νεαρής τραγουδίστριας που περιμένει τα αποτελέσματα μιας ιατρικής εξέτασης. Εκεί το φορτίο ενός ενδεχόμενου καρκίνου συγκρούεται με την ματαιόδοξη ηρωίδα και την εύθραυστη ψυχολογική της ισορροπία. Χαρτορίχτες, παλιές σχέσεις, φίλοι, συνεργάτες και υποσχόμενοι σύντροφοι μοιάζουν να ωχριούν μπροστά στο αναπόφευκτο μέλλον και την ισοπεδωτική αλήθεια. Στο «Vagabond»(1985) ακολουθούμε μια ανυπόταχτη ηρωίδα στην προσπάθειά της να επιβιώσει μακριά από τον πολιτισμό, ενώ εξ’ αρχής γνωρίζουμε το τέλος της. Έχοντας εγκαταλείψει μια συμβατική ζωή ως γραμματέας, την οποία δεν βλέπουμε ποτέ, η Μόνα δεν ζει για κανέναν και τίποτα, παρά μόνο για τον εαυτό της. Το «σινεμά της» δεν μπήκε ποτέ σε κανόνες, όπως, άλλωστε και η ίδια. To 1958, γνωρίζει στο Παρίσι τον σκηνοθέτη Jacques Demy, παντρεύονται την επόμενη χρονιά, για να χωρίσουν παρά με τον θάνατό του το 1990. Στην ταινία αφιερώνεται αρκετός χρόνος για να περιγραφεί η σχέση της με τον σύζυγό της και ακόμη περισσότερος για τον πόνο και το τραύμα της απώλειάς του. Στην πραγματικότητα, η θλίψη της χαμένης συντροφικότητας και η απόλυτη αφοσίωση στο κοινό (καλλιτεχνικό) τους όραμα διαπερνά όλη την ταινία. Ο ιδιοσυγκρασιακός τρόπος γραφής και σύλληψης μιας κινηματογραφικής ιδέας(cinecriture) που στηριζόταν στην αφαίρεση και τον συνειρμό, οδήγησε και στην δημιουργία ενός κινηματογραφικού ερωτικού γράμματος στον χαμένο πια Demy. To «Jacquot de Nantes» (1990) και το πιο καθαρόαιμο «L’univers de Jacques Demy» (1995) είναι δυο ταινίες φόροι τιμής στην ζωή και το έργο του που κινούνται ελεύθερα ανάμεσα στην μυθοπλασία και την αυτοβιογραφία. Βλέποντας πια από μια απόσταση όλα αυτά τα γεγονότα, όχι απλά δεν σαστίζει αλλά αποδέχεται με σθένος το πλήρωμα του χρόνου, συνειδητοποιώντας την γεμάτη και δημιουργική της πορεία στον κινηματογράφο και την ζωή.
Installations, JR και πατάτες
Η εύκολη μετάβασή της από υπαρξιακά θέματα σε πιο ανάλαφρες φόρμες αποτέλεσε ένα από τα σημεία κατατεθέν της. Έτσι δεν δίστασε να κάνει ένα installation μόνο για την πατάτα το 2003, στην Μπιενάλε της Βενετίας όπου μια εγκατάσταση με φωτογραφίες, βίντεο και σωρούς από πατάτες ονομάστηκε «Πατατουτοπία» (Patatutopia). Ως visual artist συλλογίστηκε ότι η πατάτα δεν είναι απλώς ένα λαχανικό αλλά και σημειολογικό αντικείμενο και κυρίως ένα υλικό που αποδίδει κάλλιστα και παραστατικά την έννοια του χρόνου και τη δράση του χρόνου. Περίπου δυο χρόνια πριν είχε προηγηθεί ένα ντοκιμαντέρ για την καταναλωτική μανία και την αξία της ανακύκλωσης, το «Les glaneurs et la glaneuse» που είχε ένα πλάνο πατάτας σε σχήμα καρδιάς και μάλλον αποτέλεσε έμπνευση για το installation. Με μια μικρή ψηφιακή κάμερα καταγράφει ακούραστα σαν road movie τους ανθρώπους στην γαλλική επαρχία που μαζεύουν ό,τι απομένει μετά τη συγκομιδή, ό,τι πετιέται στο κλείσιμο των λαϊκών αγορών. Το πιο πρόσφατο road movie της ονομάστηκε «Visages, villages» (2017) και είναι σύμπραξη μαζί με ένα νεαρό street artist, τον JR. Ξανά λοιπόν ξεχύνεται στην γαλλική επαρχία και τους ανθρώπους της, με έμφαση κυρίως στην δύναμη της εικόνας, την διάρκειά της, την σχέση της με το βλέμμα και τον εφήμερο χαρακτήρα της. Κορυφαία στιγμή από τα installation της ήταν το «Θερμοκήπιο της Ευτυχίας», που ουσιαστικά ήταν ένα κτίσμα από φιλμ μιας παλαιότερης ταινίας της με τίτλο «Η Ευτυχία». Η ικανότητά της να συνδιαλέγεται αβίαστα με τόσες φόρμες, όπως η φωτογραφία, το σινεμά, το ντοκιμαντέρ, οι πλαστικές τέχνες, έδωσαν αυτό τον πλουραλιστικό χαρακτήρα στα προσωπικά της project.
Φεμινισμός, πολιτική και σεξουαλικότητα
Η Varda δεν έκρυψε ποτέ μια πιο ανατρεπτική πολιτική οπτική που είχε για τα πράγματα, ωστόσο πολλές φορές επέλεξε να έχει ένα πιο mainstream προφίλ με άξονα τα Όσκαρ όπου και βραβεύτηκε το 2017 για το συνολικό έργο της. Aπό το 1955 είχε ήδη ξεκινήσει να κάνει πολιτικό σινεμά, με το «La Pointe Courte» να θεωρείται το σημείο εκκίνησης της nouvelle vague. Η ίδια θεωρήθηκε βασική εκπρόσωπος του εμβληματικού γαλλικού κινηματογραφικού νέου κύματος – ακόμα περισσότερο του «κινήματος της Αριστερής Όχθης», κυρίως επειδή στις ταινίες της έδινε έμφαση στα εξωτερικά και χρησιμοποιούσε ερασιτέχνες ηθοποιούς – μόνο που κινούνταν νωρίτερα και παράλληλα από τους άλλους σκηνοθέτες της nouvelle vague. Η ταραγμένη δεκαετία του ’60 βρίσκει την Varda να γυρίζει πολιτικά ντοκιμαντέρ με πενιχρά μέσα στις ΗΠΑ για το κίνημα των «Black Panthers» (1968). Η ίδια δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό της φεμινίστρια, αλλά προέβη σε μια σειρά κινήσεων στην ζωή της που έδωσαν βήμα στις γυναίκες: ίδρυσε ήδη από το 1977 τη δική της εταιρία παραγωγής, την Tamaris, για να μπορεί να κάνει τα φιλμ της χωρίς οποιουδήποτε είδους έλεγχο, συμμετείχε στο «Μανιφέστο 343», που υπέγραψαν 343 γυναίκες το 1971 δηλώνοντας ότι είχαν κάνει έκτρωση όταν στη Γαλλία ήταν παράνομη. Στην σχέση της με τον Demy, παραδέχτηκε ότι πέθανε εξαιτίας του AIDS, ανατρέποντας τα ταμπού της εποχής της. Στις ταινίες της, προσπαθούσε να κριτικάρει τις κοινωνικές σχέσεις που κρατούν δέσμιες τις γυναίκες στον αναπαραγωγικό τους ρόλο, πιστή στο επαναστατικό πνεύμα της εποχής της. Επέλεξε στην ζωή της να κάνει τις επιλογές της με βάση ένα προσωπικό σύστημα αξιών, που σε πολλά σημεία συγκρούστηκε με το κατεστημένο και αυτό γίνεται επίσης αρκετά σαφές στην προσωπική της διαδρομή μέσα από τον κινηματογραφικό φακό.
Η ταινία δεν επιδιώκει σε καμία περίπτωση να φτιάξει την αγιογραφία της σκηνοθέτιδας, πολύ περισσότερο αποτελεί μια τελευταία επιλογή στιγμιοτύπων μιας ζωής σε κίνηση μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Η Agnès Varda έφυγε πλήρης ημερών αφήνοντας ένα έργο, που μέσα από την ταινία γίνεται κατανοητό ακόμη και από ένα κοινό που δεν την γνωρίζει. Για τους σινεφίλ όμως παραμένει μια τελευταία κατάθεση ψυχής, με ισόποσες δόσεις νοσταλγίας και αθεράπευτης αισιοδοξίας.