Vladimir “Samarin” Sokolov
Ένας συνεργάτης των ναζί με έδρα στο πανεπιστήμιο του Yale

Δεν είναι λίγες οι εκδόσεις, τα δημοσιεύματα κι οι έρευνες που έχουν αναδείξει την μεταπολεμική ασυλία που απολάμβαναν στελέχη, αξιωματούχοι και συνεργάτες των ναζί από τις “δυτικές δημοκρατίες” και κυρίως τις ΗΠΑ. Σε πολλές περιπτώσεις, πέρα από τη φυγάδευση, την άρνηση έκδοσης σε χώρες όπου καταζητούνταν και την ασυλία που τους δόθηκε, αρκετά στελέχη και συνεργάτες του ναζιστικής εξουσίας χρησιμοποιήθηκαν στον αντι-κομμουνιστικό αγώνα της ψυχροπολεμικής περιόδου. Μια ιδιαίτερη ομάδα των προστατευόμενων ναζί αποτέλεσαν κάποιοι επιστήμονες, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν από τις ΗΠΑ στα πεδία της ιατρικής, της πολεμικής βιομηχανίας και αλλού. Πρόσφατα, μέσω του ενδιαφέροντος άρθρου του Ημεροδρόμου ήρθαμε σε επαφή με μία πρόσφατη έκδοση, η οποία βασίζεται τις εκθέσεις του αμερικάνικου Γραφείου Ειδικών Ερευνών (Office of Special Investigations από δω και στο εξής OSI). Το OSI δημιουργήθηκε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 στις ΗΠΑ, με σκοπό να διερευνήσει την ύπαρξη μελών ή συνεργατών των ναζί που κατηγορούνταν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα οποία διαβιούσαν νόμιμα στις ΗΠΑ ως αμερικανοί πολίτες. Αιτία για την ίδρυση του OSI αποτέλεσαν οι πολυάριθμες σχετικές καταγγελίες που έφταναν στη δημοσιότητα από δημοσιογραφικά μέσα, τη σοβιετική κυβέρνηση κ.α[1].
Από τις υποθέσεις που περιγράφονται στο παραπάνω έργο ξεχωρίσαμε αυτήν του -ουκρανικής καταγωγής- σοβιετικού πολίτη Vladimir Sokolov “Samarin”, ο οποίος από προπαγανδιστής της ναζιστικής πολιτικής στην περίοδο της Κατοχής έφτασε να γίνει ένας ευυπόληπτος καθηγητής ενός κορυφαίου πανεπιστημίου των ΗΠΑ, όπως το Yale. Η πορεία του από τον μηχανισμό ρατσιστικής και αντι-κομμουνιστικής προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας στην κορυφή του ακαδημαϊκού στερεώματος του “ελεύθερου κόσμου” παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς είναι ενδεικτική της αντιμετώπισης των συνεργατών των ναζί από τις “δημοκρατίες της Δύσης”.
Δοσιλογισμός και ατιμωρησία: η σταδιοδρομία του Sokolov τη δεκαετία του ‘40
Μετά τη ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, οι γερμανικές αρχές προχώρησαν στην έκδοση διαφόρων προπαγανδιστικών εντύπων στη ρωσική και σε άλλες γλώσσες που ομιλούνταν από τους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης. Σκοπός τους ήταν φυσικά η προπαγάνδιση των ναζιστικών θέσεων κι ο προσεταιρισμός του ντόπιου πληθυσμού. Ένας από τους συνεργάτες των ναζί στον τομέα της προπαγάνδας υπήρξε κι ο Vladimir Sokolov ο οποίος υπό το ψευδώνυμο Samarin αρθρογραφούσε από το 1942 έως το 1944 εργαζόμενος ως βοηθός αρχισυντάκτη στη ναζιστική ρωσόφωνη εφημερίδα Rech, που εκδιδόταν στην ρωσική πόλη Ορέλ. Εκτός από το να γράφει άρθρα, ο Samarin, ήταν επίσης επιφορτισμένος με το να δίνει διαλέξεις και να βγάζει προπαγανδιστικούς λόγους στους πολίτες των κατεχόμενων περιοχών. Οι υπηρεσίες του αυτές φυσικά έρχονταν κατόπιν αμοιβής και άλλων προνομίων που του εξασφάλιζαν ένα καλό βιοτικό επίπεδο σε σχέση με τον πεινασμένο πληθυσμό της κατεχόμενης Σοβιετικής Ένωσης, ενώ τιμήθηκε με δύο ναζιστικά μετάλλια για τα πεπραγμένα του. Στα γραπτά του μπορεί κανείς να εντοπίσει πλείστες αντισημιτικές, ρατσιστικές αναφορές, ενώ ένα αγαπημένο του μοτίβο είναι η ανάδειξη των ομοιοτήτων μεταξύ Εβραϊσμού και Κομμουνισμού, με αναφορές στα “εβραιοκομμουνιστικά” εγκλήματα, όπως το περίφημο Κατύν. Ο Στάλιν, στα άρθρα του Sokolov παρουσιάζεται ως ο εκλεκτός των Εβραίων (“έχει ανέλθει στον θρόνο των Εβραίων”), που υπό την καθοδήγησή τους φέρνει εις πέρας τα πολιτικά τους σχέδια για τον κόσμο, ενώ αντιθέτως η ναζιστική Γερμανία ως η μόνη δύναμη που μαχόταν τους Εβραίους του κόσμου. Οι Εβραίοι περιγράφονται ως βδελυρά άτομα με γαμψές μύτες και αραιά δόντια, τα οποία επιθυμούν την κατάπτωση του ανθρωπίνου είδους. Επιπλέον, ο Sokolov κατήρτιζε και δημοσιοποιούσε μέσω της εφημερίδας Rech λίστες Εβραίων συμπολιτών του καλώντας τον ντόπιο πληθυσμό να βιαιοπραγήσει εναντίον τους, όντας έτσι ηθικός αυτουργός σε πολυάριθμες δολοφονίες Εβραίων στο κατεχόμενο Ορέλ. Κατά την υποχώρηση του γερμανικού στρατού, το 1944, ο Sokolov τον ακολούθησε και συνέχισε να υπηρετεί τη ναζιστική προπαγάνδα συμμετέχοντας στην έκδοση δύο ρωσόφωνων φασιστικών εφημερίδων (Ναρόντνα Βόλια και Ζάρια) στο Βερολίνο. Μετά την απελευθέρωση του Βερολίνου από τον Κόκκινο Στρατό κατέφυγε στην ελεγχόμενη από τον βρετανικό στρατό ζώνη της Γερμανίας. Έτσι, διέφυγε την έκδοσή του στη Σοβιετική Ένωση, αφού μετά το τέλος του πολέμου οι περιπτώσεις όπου οι καπιταλιστικές χώρες αρνούνταν ή κωλυσιεργούσαν εμποδίζοντας την έκδοση καταζητούμενων συνεργατών των ναζί στις λαϊκές δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ, ήταν πολυάριθμες[2]. Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια συνεισέφερε αρκετά αντι-κομμουνιστικά άρθρα σε διάφορες εκδόσεις στη Δυτ. Γερμανία και εργάστηκε ως αρχισυντάκτης των ρωσόφωνων αντι-κομμουνιστικών εφημερίδων Πούτ και Πόσσεβ, ενώ έγινε πρόεδρος του παραρτήματος Αμβούργου της Λαϊκο-Εργατικής Ένωσης, μίας εθνικιστικής οργάνωσης Ρώσων εμιγκρέδων που έκανε αντι-σοβιετική προπαγάνδα στους μαχητές του Κόκκινου Στρατού που στάθμευαν στη Γερμανία και την Αυστρία. Το 1951, μετά από αίτημά του, μεταβαίνει στις ΗΠΑ, όπου λαμβάνει άδεια παραμονής και λίγα χρόνια αργότερα αμερικανική ιθαγένεια, δηλώνοντας πως είχε εργαστεί στην Rech ως διορθωτής και ότι ποτέ δεν υπήρξε μέλος κινήματος εχθρικού προς τις ΗΠΑ ούτε είχε βοηθήσει στη δίωξη κάποιου ατόμου για φυλετικούς, θρησκευτικούς ή λόγους εθνικής καταγωγής.

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ρετς». Στην ταυτότητά της αυτοπροσδιορίζεται ως «εφημερίδα για τον πληθυσμό των απελευθερωμένων περιοχών», αντανακλώντας τον «πυρήνα» του ναζιστικού προπαγανδιστικού ιδεολογήματος στα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη (σσ. δες και σημείωση στο τέλος*)
Από την Γκεστάπο στο Yale
Το FBI έλαβε τις πρώτες πληροφορίες για το ποιόν του Sokolov το 1954, σύμφωνα με τις οποίες υπήρξε συνεργάτης της Γκεστάπο. Στη συνέντευξη στην οποία κλήθηκε το 1956, ο Sokolov αρνήθηκε ότι είχε την ευθύνη της αρχισυνταξίας της εφημερίδας Rech, την οποία υπερασπίστηκε λέγοντας πως δεν ήταν ούτε φιλο-φασιστική ούτε αντι-σημιτική, αλλά μόνο αντι-κομμουνιστική. Παρά τις διάφορες ενστάσεις για το ποιόν του που εξέφρασαν με αναλυτικές αναφορές πράκτορες του FBI και άτομα από τα οποία πήραν συνεντεύξεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ένα μήνα αργότερα, ο Sokolov θα έπαιρνε την αμερικανική ιθαγένειά του. Μάλιστα, οι έρευνες του FBI γύρω απ’ το πρόσωπό του φαίνεται ότι πυροδοτήθηκαν περισσότερο από μια φήμη που τον έφερε να είναι πράκτορας της KGB παρά από το ναζιστικό παρελθόν του. Ο ίδιος ο διαβόητος Hoover, επικεφαλής του FBI κι ενορχηστρωτής των αντι-κομμουνιστικών διώξεων της εποχής του μακαρθισμού, έδωσε το πράσινο φως ώστε να χρησιμοποιηθεί ως πληροφοριοδότης της υπηρεσίας θεωρώντας πως δεν υπάρχει κάτι επιλήψιμο στο παρελθόν του.
Στις ΗΠΑ αρχικά εργάστηκε σε διαφόρους συλλόγους και οργανώσεις Ρώσων εμιγκρέδων, ενώ εξέδωσε και ένα βιβλίο από τις εκδόσεις του πανεπιστημίου της Κολούμπια για το σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα. Γρήγορα ανήλθε στην προεδρία του βορειοαμερικανικού τμήματος της Ένωσης των Ρώσων Εμιγκρέδων. Τρία χρόνια μετά, ο Sokolov, ένας άνθρωπος χωρίς τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα προσλαμβανόταν στο τμήμα Σλαβικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Yale.
Σύμφωνα με τα αρχεία του FBI και τον ιστορικό του ολοκαυτώματος Norman Goda, ο Sokolov χρησιμοποιήθηκε απ’ το FBI ως πληροφοριοδότης, επιφορτισμένος με την παρακολούθηση ύποπτων ατόμων για συνεργασία με την ΕΣΣΔ στις τάξεις των ρώσων εμιγκρέδων και αργότερα των ρωσικής καταγωγής φοιτητών των αμερικάνικων πανεπιστημίων.
Κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο Yale, ο Sokolov δημοσίευσε αρκετά φιλο-σιωνιστικά άρθρα που εκδόθηκαν σε μία σιωνιστική ρωσόφωνη εφημερίδα. Όπως, θα δήλωνε αργότερα ο ίδιος στη δίκη του, από τη στιγμή που το σοβιετικό καθεστώς βρισκόταν σε σύγκρουση με τον Σιωνισμό, ο εχθρός του εχθρού του, ήταν πλέον φίλος του…
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα πλευρά της δραστηριότητας του Sokolov ήταν κι η λογοτεχνική του καριέρα. Από το 1964 ως το 1976 εκδίδει πέντε λογοτεχνικά βιβλία που παρουσιάζουν τις εμπειρίες του στην προπολεμική Σοβιετική Ένωση, την περίοδο της Κατοχής, το πέρασμά του στη Γερμανία και μετά στις ΗΠΑ και τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Μέσα από τα έργα του, καλλιεργείται με έμμεσο τρόπο η συμπάθεια προς όσους συνεργάστηκαν με τους ναζί σε σχέση με εκείνους που αντιστάθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η Ρωσίδα ιστορικός και δημοσιογράφος Γκαλίνα Ζελένινα, οι συνεργάτες των Γερμανών στα έργα του Sokolov παρουσιάζονται πάντα ως καλοί γέροι ή τίμιοι αστυνομικοί που βοηθούν τον πληθυσμό να ξαναχτίσει τη ζωή του από τα ερείπια των μπολσεβίκων, να αποκταστήσει τη λειτουργία της υπαίθρου και αφού “ανατρέψουν το μουστάκι” (σημ: Στάλιν) να διώξουν και τους Γερμανούς. Να πώς ένας δοσίλογος μπορεί να περιγράψει τον εαυτό του ως τίμιο πατριώτη με λογοτεχνικό περιτύλιγμα και τη σφραγίδα του Yale. Από την άλλη, οι παρτιζάνοι παρουσιάζονται να ασχολούνται αποκλειστικά με την -εκούσια ή ακούσια- καταστροφή αθώων ανθρώπων (των οικογενειών των συνεργατών ή του άμαχου πληθυσμού).
Το ναζιστικό παρελθόν στο φως αλλά οι ναζί πεθαίνουν ελεύθεροι στη Δύση
Η καριέρα του Sokolov θα πάρει τελικά την κατιούσα όταν το 1976 η εφημερίδα της Κομμουνιστικής Νεολαίας της ΕΣΣΔ, Κομσομόλσκαγια Πράβντα δημοσίευσε ένα σύντομο άρθρο που υποστήριζε ότι ένας καθηγητής του Yale ήταν πρώην συνεργάτης των ναζί στη διάρκεια της κατοχής της ΕΣΣΔ. Όμως, η θέση του Sokolov δεν άρχισε να τρίζει παρά μόνο όταν ένας υπάλληλος της βιβλιοθήκης του Yale μετέφρασε κάποια άρθρα του από ένα μηνιαίο εβραϊκό περιοδικό της Σοβιετικής Ένωσης για λογαριασμό της εφημερίδας Morning Freiheit. Η καταγγελία της Morning Freiheit ότι ένας φασίστας κατέχει θέση ακαδημαϊκού στο πανεπιστήμιο του Yale και η ανακίνηση του ζητήματος από συναδέλφους του δημιούργησε θέμα στο τμήμα. Παρότι όμως τέσσερις απ’ τους έξι συναδέλφους του κατήγγειλαν τον Sokolov με επιστολή τους στις 29 Ιουνίου του 1976, το τμήμα θεώρησε ότι μπορεί να ανανεώσει τη σύμβασή του για άλλα δύο χρόνια! Όμως, λόγω του σάλου και της εχθρικότητας των περισσοτέρων συναδέλφων του -κάποιοι εκ των οποίων ήταν εβραϊκής καταγωγής- ο Sokolov υπέβαλε τελικά την παραίτησή του τον επόμενο μήνα ισχυριζόμενος πως δεν ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα στο ίδρυμα. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να λαμβάνει την αποζημίωσή του, χωρίς να θίγονται τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα. Η ιστορία βέβαια δεν τελείωσε εκεί. Με την έναρξη του νέου έτους, ο συνάδελφος καθηγητής του Sokolov -και επίσης φυγάς από τη ναζιστική Γερμανία- Schenker με άρθρο του στην πανεπιστημιακή εφημερίδα Yale Daily News υπερασπίστηκε τη δράση του Sokolov με το εξής σκεπτικό:
“Η γερμανική κατοχή, αν και φαίνεται παράδοξο, ήταν η μόνη αληθινή ευκαιρία να ξεφύγει. Ένας τύπος που κάθεται στην πολυθρόνα του στη Νέα Υόρκη δεν μπορεί να καταλάβει πώς ήταν να μεγαλώνεις σε έναν κόσμο Αρχιπελάγους Γκουλάγκ…”
Όμως, η ακαδημαϊκή υπεράσπιση ενός συνεργάτη των ναζί δεν εξαντλείται σε μια επίκληση στο συναίσθημα. Περιλαμβάνει και πολιτικό σκεπτικό. Ο Schenker συνεχίζει:
“Ο κύριος Σάμαριν (Σοκόλοφ) ήταν και είναι ένας αφοσιωμένος εχθρός της σοβιετικής κυβέρνησης. Βρίσκουμε την ανεκδιήγητη επίθεσή του προς τον εβραϊκό λαό αδικαιολόγητη, όποιος κι αν ήταν ο τελικός της στόχος. Δεν θεώρησαν αναγκαίο όλοι οι αντίπαλοι του μπολσεβικισμού να “στολίσουν” τα γραπτά τους με αντι-σημιτισμό. Αν υπάρχει κάποιο επιχείρημα εναντίον της απόλυσης του Κυρίου Σάμαριν από το Yale, αυτό δεν βρίσκεται στον ψυχρό εξορθολογισμό του για τη συνεργασία του με τους Ναζί.”
Αφού το άρθρο πλέκει το εγκώμιο της 17-ετούς προσφοράς του Sokolov στο Yale, υπογραμμίζοντας τη συμπάθεια που έτρεφαν γι’ αυτόν οι φοιτητές του, καταλήγει: “Στην πραγματικότητα, η αντίθεσή του στο σοβιετικό καθεστώς τον οδήγησε να υιοθετήσει σιωνιστικά συμφέροντα. Παρ’ όλο που μας ανησυχεί κάπως η τεράστια ιδεολογική απόσταση που μπορεί ένας άνθρωπος να διανύσει μέσα σε 30 χρόνια, πρέπει να πιστέψουμε τον Κύριο Σάμαριν όταν λέει ότι δεν είναι πλέον αντι-σημίτης και ότι “αγαπάει τους φοιτητές του […] Η συμπεριφορά του εδώ είναι εν μέρει μία μαρτυρία για τη σοφία του να διοικείς ένα πανεπιστήμιο ελεύθερο από τις πολιτικές δυνάμεις και την ιδεολογική τυραννία την οποία ήταν υπερβολικά αδύναμος να υπερβεί στη δεκαετία του ‘40. Το μάθημα είναι απλό: όλοι οι άνθρωποι ωριμάζουν όταν φεύγουν από τον οίκο της πνευματικής δουλείας”.
Η υπόθεση Sokolov αναδείχτηκε από τους New York Times, όμως η έρευνα που επακολούθησε κατέληξε στο ότι δεν υπάρχει βάση για νέο άνοιγμα της υπόθεσής του, μετά το κλείσιμο της έρευνας του 1957. Μετά την ίδρυση του OSI, το 1979, ο φάκελος Sokolov ξανανοίγει. Όμως για να αποκτήσουν πρόσβαση στα αυθεντικά άρθρα του Sokolov που κρατούσε και δεν αποκάλυπτε το Yale, οι ερευνητές του OSI χρειάστηκε να πιέσουν τον ίδιο να τους δώσει τη συγκατάθεσή του, κάτι που τελικά έκανε. Το πόρισμα του OSI, το 1982 ζητούσε την ανάκληση της ιθαγένειας του Sokolov υπό το σκεπτικό ότι είχε δώσει ψευδή στοιχεία για το παρελθόν του κι ότι υπήρξε μέλος της ναζιστικής κυβέρνησης που ήταν εχθρική προς τις ΗΠΑ. Τα μέλη του OSI δέχτηκαν πιέσεις από συγκεκριμένους διανοούμενους και καλλιτέχνες, όπως ο συντηρητικός συγγραφέας William F. Buckley[3] κι ο Ρώσος εμιγκρές τσελίστας Mstislav Rostropovich. Ο πρώτος παρενέβη με επιστολή[4] του στον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν, μετά από παρότρυνση του καθηγητή Charles Moser, προέδρου του τμήματος Σλαβικών Γλωσσών και Λογοτεχνίας του πανεπιστημίου George Washington, ο οποίος κατά τον Buckley ήταν εξοργισμένος με τη δίωξη του Sokolov. Όσο για τον ρωσικής καταγωγής τσελίστα Rostropovich, αν και περιέγραψε τον Sokolov στην υπεύθυνη εκ μέρους του OSI για την υπόθεσή του ως “ένα σκατό του οποίου η ζωή άξιζε σκατά” ζήτησε να μην απελαθεί πίσω στη Ρωσία.
Τελικά, η δίκη του Sokolov ξεκίνησε το 1985, 40 χρόνια μετά το τέλος του Β’ΠΠ. Στη διάρκεια του δικαστηρίου, οι ερευνητές του OSI κατέθεσαν 17 άρθρα της εφημερίδας Rech υπογεγραμμένα από τον Sokolov και έναν όρκο που είχε υπογράψει προκειμένου να γίνει μέλος μίας αντι-μπολσεβίκικης ομάδας. Ο όρκος αυτός έλεγε:
“Εντασσόμενος στις γραμμές των μελών της Ένωσης για τον Αγώνα Εναντίον του Μπολσεβικισμού, δίνω την επίσημη υπόσχεσή μου για πίστη στον Αδόλοφ Χίτλερ, τον ελευθερωτή των Λαών της Ρωσίας και τον Ενοποιητή της Νέας Ευρώπης.
Ανακηρύσσω τον εαυτό μου ασυμφιλίωτο και ατρόμητο εχθρό του Ιουδαιο-Μπολσεβικισμού σε όλες του τις εκφράσεις.
Υποχρεώνω τον εαυτό μου να τοποθετήσει τα συμφέροντα των ανθρώπων και του κοινού αγώνα εναντίον του Ιουδαιο-Μπολσεβικισμού και των συμμάχων του πάνω από τα δικά μου…”
Ο ίδιος ο Sokolov προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του υποστηρίζοντας πως έβλεπε τους Γερμανούς ως απελευθερωτές από τον κομμουνισμό, ότι τα άρθρα του είχαν υποστεί μεγάλες αλλαγές κι ότι παρέμενε στη θέση του, διότι φοβόταν την εκτέλεσή του ή την αποστολή του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τελικά, η ιθαγένεια του Sokolov αφαιρέθηκε στα τέλη του 1986 με το σκεπτικό ότι τα άρθρα του ενίσχυαν τον εχθρό και ότι είχε πάρει μέρος σε κίνημα εχθρικό προς τις ΗΠΑ. Όταν τελικά καταδικάστηκε, δεν παρέλειψε να αφήσει ένα σαφές υπονοούμενο βγαλμένο απ’ το γκεσταπίτικο παρελθόν του: “Ούτε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, ούτε οι υπηρεσίες ασφαλείας δηλαδή το FBI δεν έχουν καμία σχέση με αυτόν τον τρόμο (είχε χαρακτηρίσει τη δίκη του εφάμιλλη των δικών της Μόσχας). Το ποιος διαφεντεύει στα μεγάλα κράτη (προς το παρόν!) εσείς το γνωρίζετε καλά”.
Πριν αποφασιστεί η έκδοσή του στη Σοβιετική Ένωση, ο Sokolov βρισκόταν ήδη στο Μόντρεαλ του Καναδά. Χωρίς να πληρώσει στο ελάχιστο για τα πεπραγμένα του, πέθανε σε καναδικό έδαφος, το 1992.
Διαβάστε επίσης: Richard Breitman, Norman Goda, Timothy Naftall, Robert Wolfe, U.S. intelligence and the nazis, Cambridge University Press, 2005
[1] Το OSI, κατά τη λειτουργία του, αντιμετώπισε μία σειρά προκλήσεων. Πρώτον, η ανακάλυψη των προσώπων αυτών 35 χρόνια μετά το τέλος του Β’ΠΠ δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Δεύτερον, αρκετοί εξ αυτών είχαν ήδη αποβιώσει. Επιπλέον, η στοιχειοθέτηση καταγγελιών εις βάρος τους απαιτούσε συνήθως μια χρονοβόρα έρευνα από εντεταλμένους ιστορικούς σε αρχειακές πηγές, οι οποίες την εποχή εκείνη σπάνιζαν. Οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους άλλωστε, είχαν δηλώσει ψευδή στοιχεία κατά τη διαδικασία εισόδου τους στις ΗΠΑ. Ακόμη, συνήθως απαιτείτο η ανεύρεση μαρτύρων πράγμα που επίσης δεν ήταν μία εύκολη διαδικασία. Εξάλλου, μετά από τόσα χρόνια πολλοί μάρτυρες αδυνατούσαν να θυμηθούν πρόσωπα και καταστάσεις με την ακρίβεια που απαιτείται από ένα δικαστήριο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα δικαστήρια διαρκούσαν χρόνια. Εν τέλει, παρότι τα μέλη κι οι πρώην συνεργάτες των ναζί στις ΗΠΑ υπολογίζονταν από 1.000 έως 10.000, μόλις λίγες εκατοντάδες υποθέσεις έφτασαν στα δικαστήρια. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν με αφαίρεση της ιθαγένειάς τους και απέλαση.
[2] Για παράδειγμα, στις 28 Μαρτίου 1947 ο Αλεξάντερ Ράνκοβιτς, Υπουργός Εσωτερικών, καταγγέλει στη γιουγκοσλαβική Βουλή ότι στις ελεγχόμενες από τους Αμερικανούς, Βρετανούς και Γάλλους ζώνες της Αυστρίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας δημιουργούνται δυσκολίες στη σύλληψη, φυλάκιση και τιμωρία των συνεργατών των φασιστών, παρά τις διπλωματικές διαμαρτυρίες της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης. Αναφέρει ότι έχουν υποβληθεί αιτήματα για 2.104 εγκληματίες πολέμου, εκ των οποίων 1.123 Γερμανοί κι Αυστριακοί και 759 Ιταλοί κι οι υπόλοιποι άλλων εθνοτήτων, αλλά έχουν εκδοθεί μόλις 115 Γερμανοί κι Αυστριακοί και κανένας Ιταλός ή άλλος. Από τις εκ των Δυτικών ελεγχόμενες ζώνες Γερμανίας, Αυστρίας κι Ιταλίας έχουν ζητήσει την έκδοση 947 Γιουγκοσλάβων εγκληματιών πολέμου και προδοτών και τους έχουν εκδοθεί μόνο 43. Αναφέρεται σε φασίστες αξιωματικούς που ζουν ελεύθεροι και μάλιστα εκδίδουν βιβλία. Τέλος καταγγέλει ότι καταζητούμενοι συνεργάτες των φασιστών μεταφέρονται στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, στο Βατικανό και σε μοναστήρια. Βλ. Branko Petranovic, Istorija Jugoslavije (συλλογή ντοκουμέντων, σελίδα 685)
[3] Υπήρξε και ο ίδιος πληροφοριοδότης του FBI, στα φοιτητικά του χρόνια στο Yale και πράκτορας της CIA στο Μεξικό.
[4] Ολόκληρη την επιστολή (και άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες) μπορείτε να τη διαβάσετε κατεβάζοντας το έγγραφο από εδώ
*Η μαύρη ναζιστική προπαγάνδα στα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη περί «απελευθέρωσης από τους μπολσεβίκους» υιοθετήθηκε αυτούσια, στον πυρήνα της, από τα σημερινά καθεστώτα στην Ουκρανία, τις χώρες της Βαλτικής και αλλού. Η περίπτωση του Κιέβου είναι χαρακτηριστική και άκρως αποκαλυπτική (βλ. ΕΔΩ)