Όταν Kοιμάσαι ο Kόσμος Aδειάζει- ένα οπτικοποιημένο ερωτικό γράμμα από τις μέρες της καραντίνας(διαθέσιμη ονλάιν)
Μόλις σε δεκατρία λεπτά,ο βραβευμένος Βασίλης Κεκάτος δημιουργεί μια ταινία-ημερολόγιο για τις μέρες που πήγαν όλοι για ύπνο.

«Μια επιδημία έχει πλήξει την ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι απ’ άκρη σ’ άκρη της Γης κοιμούνται και κανείς δεν ξέρει πότε θα ξυπνήσουν. Ελάχιστοι είναι αυτοί που δε μολύνθηκαν ανάμεσά τους και ένα αγόρι που ερωτεύτηκε ένα κορίτσι ακριβώς πριν το ξέσπασμα της επιδημίας. Με μια παλιά κάμερα προσπαθεί να αποτυπώσει όση ομορφιά έχει απομείνει, έτσι ώστε να τη δει το κορίτσι όταν ξυπνήσει». Με αφορμή αυτή τη δυστοπική αλλά τόσο αληθινή πραγματικότητα και μέσα σε 120 ώρες, ο Βασίλης Κεκάτος κατάφερε να γράψει το σενάριο, να σκηνοθετήσει και να αφηγηθεί αυτή τη λιτή ιστορία έρωτα και επιβίωσης. Η ταινία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του παγκόσμιου βεληνεκούς project ENTER, μια πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ωνάση. Ουσιαστικά, η Στέγη και το Onassis USA ανέθεσαν σε καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, να δημιουργήσουν μέσα στο σπίτι τους μια σειρά από νέα πρωτότυπα έργα τέχνης που θα δώσουν φωνή στο σήμερα.
Η εικόνα κυριαρχεί επί του συνόλου, με το φωτεινό φυσικό τοπίο και τις απλές φόρμες του να λειτουργούν αποσβεστικά στην κυνική και μελαγχολική αφήγηση. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του αγοριού, η πανδημία εκδηλώθηκε με την μορφή του Ύπνου, μια θαυμάσια και αρκετά λυρική αλληγορία για το Θάνατο. Τώρα λοιπόν που η αγαπημένη του βρίσκεται ανάμεσα στην λήθη και το όνειρο, το αγόρι επιστρέφοντας στο νησί, προσπαθεί να συλλέξει αναμνήσεις με την ελπίδα ότι εκείνη θα ξυπνήσει. «Επιστροφή στους κλασικούς. Μια ανάγκη για να κρατηθώ από κάτι σταθερό. Κάτι που να μένει αναλλοίωτο μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Διαβάζω ξανά το Άριελ της Σύλβια Πλαθ. «έρωτα, έρωτα, εποχή μου». Ο έρωτας ως εποχή. Τι όμορφη ιδέα σκέφτομαι και μετά: είναι η χειρότερη εποχή για την ωραιότερη «εποχή». Τα αγόρια μένουν κλεισμένα στα δωμάτια τους, τα κορίτσια στα δικά τους και η καύλα πάει περίπατο – η μόνη που επιτρέπεται να πάει, εδώ που τα λέμε, εν μέσω απαγόρευσης κυκλοφορίας», έγραφε σε μια ανταπόκρισή του ο Βασίλης Κεκάτος από την Κεφαλονία, όπου πέρασε τις μέρες της καραντίνας. Η επιστροφή στο πατρικό, οι οικογενειακές αναμνήσεις, ο εγκλεισμός, η επακόλουθη αποξένωση και ανάγκη για επικοινωνία, αλλά κυρίαρχα η ρήξη της όποιας πρότερης κανονικότητας, μετατρέπονται σε εστίες συναισθημάτων που διαχέονται στα καρέ ενός σχεδόν ερασιτεχνικού μοντάζ.
Το αγόρι γνωρίζει πως τίποτα δεν θα είναι πια όπως πριν, αλλά το προτιμά γιατί ενέχει την ελπίδα της αφύπνισης. Όμως μπροστά στην πιθανότητα της απώλειας, επιλέγει το μαύρο χιούμορ και έτσι της υπόσχεται ότι αν αποκτήσουν κορίτσι θα το φωνάζουν Ντίνα από το καραντίνα, με τον ίδιο τρόπο που ο Αλέξανδρος Βούλγαρης(the Boy) στο τραγούδι «Μέσα στο σπίτι» του άλμπουμ Αντιλόπη που βγήκε επίσης μέσα στην καραντίνα φανταζόταν ότι «αν κάνουμε έναν γιό θα τον βαφτίσει το απορρυπαντικό.» Είναι απίστευτο πως μπροστά σε ένα επικείμενο αφανισμό της ανθρωπότητας, ξεπηδά αυθόρμητα το ένστικτο της διαιώνισης του είδους.
Στο μεταποκαλυπτικό κλίμα που δημιουργείται, ο ανθρώπινος πολιτισμός με τα τεχνολογικά του επιτεύγματα μοιάζει να μπήκε στο γύψο. Η φύση επανακαταλαμβάνει το χώρο, το αστικό τοπίο είναι απόν. Ηλεκτρικές λάμπες τρεμοπαίζουν στην θέα ενός νωχελικού ηλιοβασιλέματος, σημάδι πως άλλη μια μέρα από τα ίδια λαμβάνει τέλος. Ο μη ελεύθερος χρόνος, η πιο περιοριστική ανθρώπινη σύμβαση, μοιάζει να εκμηδενίζεται αλλά συνεχίζει να επικαθορίζει τον ελεύθερο χρόνο, που κυλά συχνά χωρίς ποιότητα μπροστά από μια οθόνη, καταναλώνοντας με βουλιμία πολιτισμικά προϊόντα που διατίθενται δωρεάν. Το κράτος, σαστισμένο μπροστά σ’ αυτή την αλλαγή δεδομένων, αφουγκράζεται σιωπηλά προς το παρόν την αναπνοή των ανθρώπων που κοιμούνται και προετοιμάζεται για την επόμενη μέρα.
Η περιπλάνησή του στα διαφορετικά τοπία του νησιού μοιάζει αισθητικά με αυτή του Τράβις στο Παρίσι, Τέξας του Βιμ Βέντερς. Ο μονόλογός του αγοριού αποπνέει το ίδιο σοκ και παραίτηση με αυτή του λιγομίλητου μοναχικού καουμπόυ, το ξηρό και έρημο ελληνικό τοπίο με τις ιδιαιτερότητές του αποκτά ένα παρόμοιο αφιλόξενο κλίμα με αυτό της αμερικάνικης ερήμου, η ανάμνηση ενός έρωτα και η εμπειρία του διαλυμένου παρόντος συγκροτούν τα στοιχεία ενός μελοδραματικού road-movie. Χωρίς καμία ιδιαίτερη πλοκή, η ταινία γίνεται ένα ιδιότυπο γουέστερν που τελικά αντί να μιλάει για την αποξένωση, ασχολείται περισσότερο με την εγκατάλειψη και την αναζήτηση κοινού τόπου για ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ήταν τόσο ερωτευμένοι ώστε έκαναν ακόμη και το παραμικρό να μοιάζει με την μεγαλύτερη περιπέτεια στον κόσμο. Με τα λόγια του αγοριού:
Υπάρχουν τόσα συνώνυμα για τις λέξεις καταστροφή ή πόνος, μου είπες. Κι όμως δεν υπάρχουν πολλά για την αγάπη. Σήμερα αναρωτιέμαι αν η καταστροφή ή ο πόνος είναι πιο σημαντικά για εμάς από την αγάπη.
Περισσότερα εδώ για το «Οταν Kοιμάσαι ο Kόσμος Aδειάζει» του Βασίλη Κεκάτου και πατήστε play στο βίντεο πιο κάτω.