Wim Mertens | Λιγότερο μουσικό μέτρο, περισσότερη μελωδία!
Με αφορμή το επετειακό, τετραπλό, άλμπουμ-“Inescapable 1980- 2020”
Κείμενο του Αντώνη Ν. Φράγκου το οποίο συνοδεύει το επετειακό, τετραπλό, άλμπουμ-“Inescapable 1980- 2020”- του Wim Mertens για τα 40 χρόνια μουσικής δημιουργίας του.
.
.
Ο ήχος εξασκεί μεγάλη δύναμη στους ανθρώπους, στον τρόπο που λειτουργούν.
Γράφω για ένα καλλιτέχνη, έναν άνθρωπο που γεννήθηκε στη δεκαετία του ’50 στο Βέλγιο- σπούδασε Κοινωνικές και Πολιτικές Επιστήμες αλλά και Μουσικολογία στα πανεπιστήμια του Leuven και του Gent- έγραψε ένα βιβλίο ξεκαθαρίζοντας τη σχέση του με τους μινιμαλιστές για να επιδοθεί, εδώ και 40 χρόνια, στη δημιουργία έργων πλατιάς γκάμας: ολιγόλεπτα, προσιτά τραγούδια ή lieder- κομμάτια για σύνολα μουσικής δωματίου- μεγάλα opus με 10 και 12 δίσκους αλλά και μικρότερα έργα για σόλο πιάνο και φωνή- την οποία ο Μertens διαθέτει, πάντοτε στις υψηλές νότες ερμηνεύοντας ένα δικό του, φανταστικό, γλωσσικό αλφάβητο! Επίσης, συχνά χρησιμοποιεί πολυκανάναλες ηχογραφήσεις όπου διπλασιάζει το παίξιμο στο πιάνο και τη φωνή του. Η σχέση μου με αυτόν ξεκίνησε, με το έργο, “Struggle For Pleasure”- κατόπιν άκουσα τα προηγούμενα του και βεβαίως το απίστευτο, “ For Amusement Only”, με ηχητικά στοιχεία παρμένα απ’ τα φλιπεράκια, με την τεχνική των πολλαπλών εγγραφών.
Φανταστείτε για λίγο το σύμπαν σε σχέση με το γαλαξία μας. Αυτές, περίπου, οι αναλογίες αντιστοιχούν σχετικά με το γνωστό αλλά και το λιγότερο γνωστό έργο του Wim Mertens. Πίσω από τα όποια δημοφιλή κομμάτια του Βέλγου συνθέτη, πίσω από την οικεία φιγούρα που παίζει πιάνο και ψελλίζει ακαθόριστες λέξεις, υπάρχει ένας τεράστιος όγκος δουλειάς με έργα που περιλαμβάνουν δεκάδες δίσκους! Όπως, πχ, το “Aren Lezen” μια τετραλογία αποτελούμενη από 13 cd ή, πιο παλιά, το “Gave Van Niets”, των 10 cd. Είναι, σίγουρα, και η σόλο δουλειά του ή αυτή με τα διάφορα μουσικά σύνολα, όπως το σάουντρακ “ The Belly Of An Architect”, ή, το περίφημο “Maximizing The Audience”- είναι, λοιπόν, και αυτά αλλά όχι μόνο αυτά. Με τα μικρών χρονικών διαστάσεων έργα για σύνολα, ο Mertens, επιδιώκει να συνοψίσει, αν θέλετε, τις τεράστιες μουσικές αποστάσεις των μεγάλων δημιουργιών του. Είναι η επιδίωξη του «σκοπού», του στόχου, που είναι η μελωδική γραμμή του τραγουδιού- ό, τι υπάρχει μέσα στις αισθήσεις μας και έξω από αυτές.
Ο Mertens συνθέτει υπό διαφορετική γωνία κάθε φορά γιατί δεν εγκλωβίζεται σε ένα από αυτά τα μέρη όπως κάνει το γαλλικό βαριετέ, ας πούμε, η το ροκ και η ποπ, με τους όρους της ενορχήστρωσης, της κυριαρχίας της αγγλικής γλώσσας κτλ. Έχουμε όλα τούτα αλλά έχουμε και ένα ακόμη επίπεδο δημιουργίας- τις ενοράσεις. Για να τα οργανώσεις όλα οφείλεις να δουλέψεις με την διαίσθηση σου και νομίζω πως αυτά πάντα υπήρχαν εκεί από την αρχή της δουλειάς του συνθέτη. Η στιγμή της διόρασης και της έκφρασης είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να εμπιστευθείς. Γι’ αυτό και βάσισε τη μουσική του στη φωνή- ήταν η μόνη που μπορούσε να εμπιστευθεί. Ούτως, έπρεπε να αναπτύξει τρόπους για να την κάνει περισσότερο χειροπιαστή.
Από που αντλείται αυτή η αίσθηση;
Δεν ξέρουμε. Ξέρουμε απλώς, πως η μουσική αυτή αντιδρά στη πούρα, ορθολογιστική, θετικιστική μουσική του ’50 και του ’60- στην αβανγκάρντ, στη σειραϊκή και τη μετα-σειραϊκή μουσική. Αυτός ο διαφορετικός δρόμος ξεκαθάρισε γύρω στα 2001 με το “Aren Lezen”. Πως, λοιπόν, μια αφηρημένη ιδέα μπορεί να την βάλει συνειδητά σε εφαρμογή, να τη κάνει γήινη, να την υλοποιήσει; Όχι με την έννοια της κλασικής μουσικής! Γι’ αυτό και παραθέτει τα έργα του στους καταλόγους, σε αλφαβητική σειρά και όχι σε κατηγορίες. Όπως κάθε νέος μουσικός είχε τότε, ένα πολιτιστικό υπόβαθρο από τις σπουδές του· επομένως έπρεπε πολλά πράγματα να ξεχάσει για να ξεκινήσει κάτι διαφορετικό. Από εκεί και το τίτλος στο «Vergessen» που σημαίνει «να ξεχάσεις».
Όμως Τι, αλήθεια, πρέπει να ξεχάσεις;
Σε μια συνέντευξη μάς δήλωνε: «Δεν μπορείς να πεις πως υπήρχε κάποιο σχέδιο- ένας προϋπάρχων δρόμος να πατήσω- δεν λειτουργούν έτσι οι καταστάσεις. Ένιωθα πως υπήρχε πλήθος συγκεχυμένων πληροφοριών στα 50’s-60’s. Δεν με ενδιέφερε η σύγχρονη μουσική με όλους τους -ισμούς της! Δεν μπορούσα να συνδεθώ με κανέναν! Επίσης δεν ήθελα να συνεργαστώ με τα ήδη υπάρχοντα σύνολα επειδή ακολουθούσαν συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Η λύση ήταν να διαλέξω εγώ μουσικούς διότι δεν επιθυμούσα να παίξω καταγεγραμμένη μουσική αλλά να δημιουργήσω ένα μουσικό γεγονός που συσχετιζόταν με την εκστατική στιγμή που είπαμε παραπάνω- στιγμή διόρασης· μια σύντομη στιγμή όπου κάτι συμβαίνει εκεί μέσω της μουσικής που έχεις γράψει, την οποία ερμηνεύουν μουσικοί και στην κορύφωση της ψάχνεις αμέσως για το επόμενο γεγονός! Από αυτό το σημείο καμπής πάντοτε κάθε μια παραγωγή μου την συνδυάζω με ιδιαίτερες καταστάσεις και στιγμές του…τώρα! Ποτέ δεν συνδέθηκα με ένα συγκεκριμένο έργο. Ήταν πάντοτε το καινούριο, η φρέσκια ενέργεια. Ήθελα να έχω αυτό το συναίσθημα του τώρα! Όταν συζητάς καινούρια πράγματα τότε όλο σου το σύστημα επικεντρώνεται- είναι η πρόκληση! Έτσι, αυτά τα «τώρα» σε βγάζουν από την ισορροπία, πράγμα που σημαίνει ότι φεύγεις μακριά, έξω από οτιδήποτε στατικό! Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι έχω πολλαπλών επιλογών δρόμο να διαβώ. Είναι φορές που όταν παίζω σόλο πιάνο και φωνή, σε κάποιο από τα άλμπουμ μπορώ να έχω το ίδιο αποτέλεσμα έκφρασης με εκείνο που ερμηνεύω τα ίδια έργα αλλά με περισσότερα όργανα!»
Στη μουσική είναι πάντοτε στην υπηρεσία των σφαιρικών συγκινήσεων, πάντοτε μακριά από το προβλέψιμο. Γι’ αυτό ερευνά πάντα το ενδιάμεσο, το οποίο θα αποκαλέσει, αργότερα, το διάλειμμα (interval). Στα 90’s εργαζόταν στα ενδιάμεσα, στα διαλείμματα. Καθότι μετά το έργο του «όλα τα πράγματα» πηγαίνει στο άλλο έργο, το «δώρο του κανενός» όπως αποκαλεί τη φωνή. Ένα δώρο που οφείλει κανείς να το δεχθεί να το σέβεται και να το εκμεταλλευθεί. Το όλον είναι γοητευτικό αλλά όχι με έναν στατικό αλλά εκστατικό τρόπο, με τη φωνή και το τραγούδισμα- διεγείρει, δημιουργώντας τη στιγμή- δημιουργώντας μιαν αστραπή. Όχι ιεραρχικό αλλά οριζόντιο και μεταβατικό. Αλλά γιατί, πάλι, το όλον; «Γιατί είναι κάτι το ολοκληρωμένο. Διότι έχει μελωδική γραμμή, έχει δυναμική, είναι συνδεδεμένο με την διάθεση, το πως αισθάνεσαι αυτή ακριβώς τη στιγμή.»
Το μέτρο είναι το όλον σε έναν στατικό ρυθμό – ίσως σε μερικά κομμάτια μίνιμαλ μουσικής. Που βρίσκεται ο άλλος ρυθμός: στην ομιλία και στην φωνή. Αλλά εδώ έχουμε έργα όπως το “Not Yet, No Longer” – όχι ακόμη, όχι πλέον- πολύ σημαντική έκφραση επειδή η μουσική είναι κατ’ εξοχήν έκφραση ή δράση όπου καθ’ όλη τη διάρκειά της κάτι θα συμβεί, συμβαίνει και ήδη έχει συμβεί- δραπετεύει ξανά. Νο longer, μέλλον και παρελθόν, ποτέ παρόν. Ούτως η μουσική είναι πάντοτε κάτι το μελλοντικό και κάτι που ήδη έχει τελειώσει- η μουσική είναι δυνατόν να υπάρχει στη διασύνδεσή της με τις στιγμές του τώρα. Από τα χαρακτηριστικά έργα του, το “Un Respiro” για πιάνο, φωνή, whistle και κρουστά. Ερμηνεία με λιγότερο μουσικό μέτρο και περισσότερο ρυθμό- πάντοτε εκτός ισορροπίας, εκστατικά: ««Χρειάζεσαι αυτό το στοιχείο της βίας για να αποσαφηνίσεις την μεταβίβαση από τη φωνή στα κρουστά. Είναι μια βίαια δράση. Βίαια ενέργεια, όχι επιθετική. Διαβάζω συχνά σε βιβλία Ιστορίας της Τέχνης ότι υπάρχει βία στη διαδικασία και στη πράξη της δημιουργίας. Αλλά και το “Un Respiro” υποβάλλει τον ακροατή στο στοιχείο της βίας. Το εξώφυλλο σχετίζεται με την αναπνοή των κολυμβητών». Τελευταίο opus του Mertens, η τριλογία «Cran aux Oeufs» με το ύστατο μέρος της, «Dust of Truths», εμπνευσμένο από την Αρχαία Νικόπολη, κοντά στην σημερινή Πρέβεζα. Σε τούτα τα έργα η αίσθηση της μελωδίας κυριαρχεί αλλά και ο λυρισμός είναι πολύ πιο έντονος από παλιότερες δουλειές του. Ο συνθέτης ερευνά ευαίσθητους ηχητικούς χρωματισμούς στα όρια των λαϊκών ρυθμών.
Σε μια συζήτηση που είχαμε πριν καιρό τόνιζε πως, «για να ολοκληρώσω αυτά που κάνω θα μου πάρει μια πλήρη ζωή! Χρειάζομαι τουλάχιστον 40 χρόνια. Έχω ήδη 25. Θέλω ακόμη 15 χρόνια. Είναι σαν κάποιος να κάθεται κάτω από ένα δένδρο και να μουρμουρίζει έναν σκοπό…Είναι στοιχειώδες…είναι βασικό».
Ήδη τα σαράντα χρόνια έφθασαν αλλά απ’ ότι φαίνεται, από την συνεχή ροή δημιουργίας του συνθέτη, θα χρειαστούν πολλά ακόμη για να κλείσουν τον δημιουργικό του κύκλο!