Το Ιράκ πίσω από το σκηνικό του θανάτου

Ανίερες συμμαχίες, "ιεροί πόλεμοι" και χιλιάδες νεκροί

| 18/06/2014

Δεν είναι εύκολο να τραβήξεις την κουρτίνα και να κοιτάξεις πίσω από το σκηνικό όταν μπροστά στα μάτια σου σκοτώνονται πολλές εκατοντάδες άμαχοι, χιλιάδες άλλοι απειλούνται με θάνατο ή οδηγούνται σε εκτοπισμό μακριά από τις εστίες τους. Οι τζιχαντιστές, που έχοντας υπό τον έλεγχό τους περιοχές της Συρίας προελαύνουν στο βόρειο Ιράκ και βρίσκονται μόλις 120 χιλιόμετρα έξω από τη Βαγδάτη, εμφανίστηκαν στα διεθνή μέσα ως το απόλυτο κακό. Ωστόσο, αν πρέπει να μιλήσουμε με την άχαρη γλώσσα των αριθμών, οι 1.700 άνθρωποι που σκοτώθηκαν από τους ενόπλους του ΙΚΙΛ (Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε) δεν είναι τίποτα μπροστά στους 600.000 νεκρούς και το 1,8 εκατομμύριο προσφύγων που έχει προκαλέσει από το 2003 η στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στη χώρα της Μεσοποταμίας. Η σημερινή αιματοχυσία δεν μπορεί σίγουρα να εξηγηθεί με την -υποκριτική- καταγγελία της «ισλαμιστικής τρομοκρατίας» από αυτούς που έσπειραν πρώτοι τον τρόμο. 

Η περασμένη χρονιά ήταν η πλέον πολύνεκρη για το Ιράκ μετά την εμφύλια σύγκρουση της περιόδου 2006-2008 που ακολούθησε τη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ το 2003. Τουλάχιστον 9.500 άνθρωποι σκοτώθηκαν το 2013 κατά τη διάρκεια επιθέσεων των δυνάμεων ασφαλείας σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και τυφλών χτυπημάτων αντεκδίκησης  σουνιτών σε σιιτικά τεμένη και άλλους δημόσιους χώρους. Από τις αρχές του έτους μέχρι και τις πρόσφατες εκλογές του Απριλίου, στις οποίες ο Νούρι Αλ Μαλίκι αναδείχθηκε πρωθυπουργός για τρίτη συνεχή θητεία, άλλα 500 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους σε αντίστοιχες συγκρούσεις με φόντο τις δύο βασικές θρησκευτικές κοινότητες της χώρας. Έκτοτε το κλίμα της αστάθειας εντάθηκε από την αδυναμία του σιίτη Αλ Μαλίκι να συγκροτήσει κυβέρνηση πλειοψηφίας.

iraq 4

Όμως, ο ακήρυχτος εμφύλιος έχει φουντώσει τα τελευταία πέντε χρόνια πάνω στα ερείπια ενός διαλυμένου κράτους που άφησε πίσω της η σχεδόν δεκαετής αμερικανική κατοχή. Ταυτόχρονα η αυταρχική διακυβέρνηση ενός πρωθυπουργού που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις πιο καίριες θέσεις της εκτελεστικής εξουσίας (ο ίδιος είναι ταυτόχρονα επικεφαλής των υπουργείων Άμυνας, Εσωτερικών και Ασφάλειας) συντηρεί με τον καλύτερο τρόπο όχι μόνο το σεχταρισμό ανάμεσα στις εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες αλλά και την αντιπαλότητα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που συνθέτουν το μωσαϊκό του ιρακινού πληθυσμού των 36 εκατομμυρίων κατοίκων.

Βέβαια, η αναζωπύρωση των εσωτερικών εντάσεων στο Ιράκ υπήρξε μια κάθε άλλο παρά απρόβλεπτη συνέπεια καθώς σε αυτό ακριβώς το δόγμα στηρίχθηκε η στρατηγική της αμερικανικής επέμβασης επί της προεδρίας του Τζορτζ Μπους του νεότερου. Τα γεράκια του αμερικανικού πενταγώνου πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν με τον πιο αποτελεσματικό (για τα συμφέροντα των πετρελαϊκών κολοσσών) τρόπο το μαύρο χρυσό της χώρας, αν εγκαθιστούσαν ένα υποτελές στις ΗΠΑ σύστημα εξουσίας. Το «χειρουργικό πλήγμα» που ήθελε να επιφέρει η Ουάσιγκτον στη Βαγδάτη είχε ως συστατικό στοιχείο την έγκριση ενός νέου Συντάγματος που παραχωρούσε ευρεία αυτονομία στους Κούρδους αλλά θέσπιζε ένα ιδιότυπο απαρτχάιντ σε βάρος των υπόλοιπων φυλετικών/θρησκευτικών μειονοτήτων υποδαυλίζοντας τεχνηέντως τις ούτως ή άλλως υπαρκτές εντάσεις. Διαλύοντας λοιπόν το μέχρι τότε ελεγχόμενο από το μπααθικό κόμμα του Σαντάμ Χουσεΐν κρατικό ιστό, οι Αμερικανοί τοποθέτησαν τον επί 25 χρόνια εξόριστο αντικαθεστωτικό Νούρι αλ Μαλίκι ως επικεφαλής της νέας (κατοχικής) διοίκησης. Ο σουνίτης Κούρδος Τζαλάλ Ταλαμπανί, που τοποθετήθηκε ως πρόεδρος, είχε εξαρχής διακοσμητικό ρόλο, όμως ακόμα κι αυτό το στοιχείο «εξισορρόπησης» των αντιθέσεων χάθηκε μετά το 2010, οπότε ο ίδιος «αποστρατεύθηκε» λόγω προβλημάτων υγείας, χωρίς να έχει αντικατασταθεί από τότε.

iraq 2

Αυτό που ακολούθησε την ανατροπή της δικτατορίας του Σαντάμ μόνο ως πογκρόμ εναντίον των σουνιτών μπορεί να χαρακτηριστεί. Η πλειοψηφούσα στη χώρα σιιτική κοινότητα, που βρισκόταν μέχρι τότε στο περιθώριο της εξουσίας, αντιλήφθηκε ως φέουδο τη διακυβέρνηση της χώρας εκδιώκοντας από όλες τις δημόσιες θέσεις οποιονδήποτε είχε (ακόμα και την ελάχιστη) σχέση με το μοναδικό νόμιμο κόμμα Μπάαθ. Ως πιστός εντολοδόχος των αμερικανών τοποτηρητών, ο Μαλίκι αποφάσισε να εκκαθαρίσει με συνοπτικές διαδικασίες ολόκληρο το κράτος από κάθε σουνιτικό στοιχείο παρά το γεγονός ότι ορισμένα τμήματα σουνιτικών φυλών είχαν το προηγούμενο διάστημα συμμαχήσει με τον αμερικανικό στρατό στον πόλεμο εναντίον της Αλ Κάιντα. Περισσότεροι από 30.000 υπάλληλοι, κρατικοί αξιωματούχοι ή τεχνοκράτες με διοικητικές αρμοδιότητες εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους αφήνοντας κρίσιμους τομείς της δημόσιας διοίκησης σε χέρια «ημετέρων» του νέου καθεστώτος που σε πολλές περιπτώσεις δεν είχαν την απαιτούμενη πείρα ή τα ελάχιστα αναγκαία προσόντα. Η εκκαθάριση του κράτους με πολιτικά, θρησκευτικά και φυλετικά κριτήρια προκάλεσε ως φυσικό επακόλουθο δύο καταστάσεις. Από τη μια πλευρά, συνέβαλε στην παράλυση της διοίκησης με άμεσο αποτέλεσμα την αδυναμία διατήρησης της ασφάλειας και την ανεπάρκεια των κρατικών μηχανισμών να περιορίσουν, αν όχι να εξουδετερώσουν, τα αυξανόμενα τρομοκρατικά χτυπήματα. Από την άλλη, δημιούργησε ένα δικαιολογημένο  αίσθημα αποκλεισμού από την πολιτική και κοινωνική ζωή σε περισσότερες από μια κοινότητες που διόγκωσε με τη σειρά του μια αίσθηση πολιτικής και ηθικής απονομιμοποίησης της, κατά τα άλλα, εκλεγμένης κυβέρνησης.  Η περιχαράκωση των κοινωνικών ομάδων στα όρια της εθνοτικής ή θρησκευτικής τους ταυτότητας ήταν απότοκη της πολιτικής που ακολουθεί μέχρι και σήμερα ο «δημοκράτης» ηγέτης που αντικατέστησε τον δικτάτορα Σαντάμ.

Επομένως, η σύγκρουση των «αποκλεισμένων» σουνιτών με τους πανίσχυρους πλέον σιίτες ήταν αναπόφευκτη. Κομβικό γεγονός θεωρήθηκε η επίθεση σουνιτών σε ναό της ιερής πόλης των σιιτών Σαμάρα το Φεβρουάριο του 2006. Οι βίαιες επιθέσεις εντάθηκαν εκατέρωθεν τα επόμενα δύο χρόνια προκαλώντας χιλιάδες θύματα και από τις δύο πλευρές.

Όμως, αντί για κατευναστική πολιτική ο Μαλίκι προτίμησε έκτοτε την οδό της αναμόχλευσης των παθών. Χρησιμοποιώντας μια ρητορεία που επαναλαμβάνει τη λέξη «τρομοκρατία» και τα παράγωγά της για να περιγράψει το σύνολο του σουνιτικού πληθυσμού, ο ιρακινός πρωθυπουργός φυλακίζει  ή διώκει πολιτικούς του αντιπάλους, καθαιρεί από την κυβέρνηση τους αντιπροέδρους που προέρχονται από τη σουνιτική κοινότητα και δημιουργεί εχθρούς ακόμα και μέσα στις τάξεις των σιιτών που του ασκούν κριτική για τον αυταρχισμό του.

 IRAQ-POLITICS-UNREST

Έτσι, η έλλειψη εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση έχει μετεξελιχθεί πλέον σε ριζοσπαστικοποίηση των αποκλεισμένων κομματιών της ιρακινής κοινωνίας. Ο προσεταιρισμός του Ιράν από την κυβέρνηση Μαλίκι αλλά και το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου γίνονται πλέον αντιληπτά ως τμήματα ενός συγκροτημένου σιιτικού μετώπου εναντίον των σουνιτών της Μέσης Ανατολής. Το ξέσπασμα μιας βίαιης αντίδρασης στο Ιράκ είχε προβλεφθεί από πολλούς αναλυτές και δεν αφορούσε μόνο την πλευρά των σουνιτών. Το ρεύμα του σαντρισμού, που εκφράζει τα πιο προλεταριοποιημένα κομμάτια της ιρακινής κοινωνίας, διαθέτει το δικό του ένοπλο τομέα, την ταξιαρχία Μπαντρ με μέλη που αγγίζουν τους 15.000 στρατιώτες. Η στρατολόγηση χιλιάδων νέων μελών στην άλλοτε ιρακινή πτέρυγα της Αλ Κάιντα ήταν απολύτως προβλέψιμη για τα κομμάτια του πληθυσμού που χρόνια τώρα τοποθετούν τον εαυτό τους έξω από το πλαίσιο του νέου καθεστώτος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε που έχει θέσει τώρα υπό τον έλεγχό της τη Μοσούλη (τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη του Ιράκ) και ένα μεγάλο μέρος του βόρειου και δυτικού τμήματος της χώρας, δημιουργήθηκε μέσα στις φλόγες της σεχταριστικής σύγκρουσης του 2006. Ανεξάρτητα από το αν τελικά οι ΗΠΑ «εμπλακούν» εκ νέου στο Ιράκ, η διαγραφόμενη τριχοτόμηση της χώρας και η ανάδυση ενός νέου ισχυρού δικτύου ένοπλων ισλαμιστών (που έχουν μάλιστα αποσχιστεί από τη «μητρική» Αλ Κάιντα) θα είναι εξολοκλήρου δικό τους έργο. Γνωρίζοντας αυτό οι Αμερικανοί εμφανίζονται πλέον έτοιμοι να κάνουν ακόμα και «ανίερες συμμαχίες» με το Ιράν προκειμένου να καταστείλουν τους μαχητές του «ιερού πολέμου» στο Ιράκ.

111215-D-BW835-017