Paula Ortiz: «Ματωμένος γάμος»

Κινηματογραφικό, πολυεπίπεδο αφήγημα ιδεών, με «πηγή» μια βαριά θεατρική - ποιητική κληρονομιά

| 13/04/2016
★★★★☆

Το κάδρο στο οποίο διαδραματίζεται το έργο είναι πασίγνωστο. Από την μία δυο νέοι άνδρες, ένα μαχαίρι και μια νέα γυναίκα. Και έχουμε μπρος μας την ζώσα θέληση, την πραγματικότητα, αυτό που θα συμβεί. Από την άλλη η Μάνα, ο Θάνατος, το φεγγάρι. Στοιχεία και στοιχειά της κοινωνίας, του παρελθόντος, της φύσης, της ανθρώπινης αποστολής, του στόχου. Εχουμε μπρος μας, επίσης, την συνείδηση. Το πρόβλημα και τη λύση. ‘Η ανάστροφα; Σύγκρουση τώρα και βλέπουμε! Ο «Ματωμένος γάμος» και κινηματογραφικά, μας υπενθυμίζει την απόσταση που κρατάμε από την αρχέγονή μας κατάσταση.

Η ταινία μας κατακτά από το πρώτο πλάνο. Άλλα τα επίπεδα. Συμβολικά, ποιητικά, μεταφυσικά. Γνωρίζουμε ότι μπρος μας θα εξελιχτεί μια σύγκρουση προπατορικών διαστάσεων. Μια τραγωδία που βαπτίζεται στο αίμα της ανθρωπότητας. Μια τραγωδία που ποτέ δεν σταμάτησε. Η νύφη είναι η αιτία και η αφορμή, η δυναμική της Ιστορίας, η σύνθεση και η αντίθεση, η ζωή και ο θάνατος, το χθες και το σήμερα. Η διαλεκτική. Ο γάμος είναι η αναμέτρηση των ανδρών. Το παλιό και το νέο που έρχονται αντιμέτωπα και ματώνουν. Συμβιώνουν, συγκρούονται, γεννούν κάτι νέο και η ζωή συνεχίζει σε άλλο ανώτερο επίπεδο. Αυτό διακυβεύεται εδώ, όπως και το 1932 που ο Λόρκα έγραψε το πιο διάσημο έργο του. Η ιδεολογία και η ποιητική του αναπτύσσεται επιτέλους μέσα από την, απαράμιλλης δυναμικής, κινηματογραφική αφαίρεση. Την είχαμε ανάγκη μια τέτοια ερμηνεία και η Paula Ortiz μας την ικανοποιεί.

ματωμενος-γαμος4

Καδράρει θαυμάσια. Βλέπει στη νεκρή φύση της Ισπανίας, μια ανάγκη για αίμα, ως σωτηρία από την σήψη, ως μέσο για να ανθίσει. Η όλη δράση ανασαίνει τραγικά, αργά και επώδυνα ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον ποιητικό συμβολισμό, ανάμεσα στην εκφραστική αφήγηση ενός θεατρικού σανιδιού και στα διάπλατα πλάνα της κινηματογραφημένης άνυδρης Ανδαλουσίας. Γήινη φωτογραφία, ισπανικές θρηνωδίες και μοιρολόγια, γοητευτικοί, μέσα στο πόνο, χαρακτήρες, αγνότητα, ρομαντισμός και ωμή δραματουργία. Μια ανάστροφη πτώση προς τα πάνω, το όμορφο, το ιδανικό, το ευγενές, μέσα από την σκληρότητα και το μακελειό.

Ενα μελαγχολικό γκρίζο καλύπτει όλα τα μεσογειακά χρώματα και εκφράζει την θολή ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. «Είναι εξαρχής νεκροί;» αναρωτιόμαστε. Όνειρα, εφιάλτες. Το υγρό, το χυμώδες, το αισθησιακά συγκλονιστικό μα και το στέρφο, το στεγνό και νεκρό. Το αίμα που «ελίσσεται, προχωρεί, πισωδρομεί, στρέφεται και πάντα καταφθάνει». Η ταινία ματώνει σε κάθε της λεπτό.

ματωμενος-γαμος2

Λειτουργεί μέσα στις αντιθέσεις. Τέτοιες ώστε η επίλυση τους να μοιάζει απαραίτητη. Αιμάτινα απαραίτητη. Από την εισαγωγή ως το τέλος του έργου βρισκόμαστε μπρος σε ένα εικαστικό αριστούργημα που βράζει μέσα του, μέσα από το καδράρισμα των ιδεών και των χαρακτήρων, την επικείμενη τραγωδία. Αυτή που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο σε κάθε έκφραση της νύφης, του Leonardo, της μάνας, του γαμπρού και ψάχνει την ακριβή ώρα για να πάρει την μορφή του ματωμένου μαχαιριού. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον θάνατο. Μα ο Λόρκα δεν ερμηνεύει μοιρολατρικά. Δεν απλοποιεί. Γεννά στοχασμούς. Έτσι ο Θάνατος είναι ο φόβος και η λύτρωση συνάμα. Η τελική κρίση μπρος σε ότι ζήσαμε, σε όποια απόφαση πήραμε και θα πάρουμε. Ο Θάνατος και η αιωνιότητα που αυτός κουβαλά, μας δίνει τις επιλογές και την αιτία για να ζούμε. Ως εκ τούτου, ο Θάνατος είναι χαρακτήρας. Εκλιπαρεί σαν ζητιάνος για ζωντανούς, νέους ανθρώπους. Τους μιλάει λέγοντας τους. Ζήστε για να πεθάνετε. Μέσα σε μια ψευδή, αργοκίνητη ζωή που αποσαθρώνεται από τις συμβάσεις, τους ηθικούς εξαναγκασμούς, τις κοινωνικές προκαταλήψεις, τους θεσμούς, τις παραδόσεις, τα πρέπει του παρελθόντος καμιά πρόταση δεν μπορεί να συνταχθεί ολοκληρωμένα. Αυτό είναι το παλιό. Από την άλλη, έχουμε την μια μοναδική στιγμή, την απόλυτη στιγμή όπου τα πάντα βρίσκονται σε πλήρη αρμονία, τον έρωτα τον σπάνιο, τον άτρωτο, τον αξόδευτο, αυτόν που ζει στο μεταίχμιο, στο όριο, στην μικρή, εντατική, απομονωμένη, γυμνή στιγμή, στην παρένθεση του χρόνου ή αλλιώς η ζωή που λειτουργεί σε αυτά τα επίπεδα και είναι καταδιωκόμενη από τον σαρκοφάγο χρόνο. Αυτό είναι το νέο.

Τί είναι σωστό και τί λάθος, ακέραιο και αιώνιο το ερώτημα. Απλό το δίλημμα. Η επιλογή όμως δύσκολη και οδυνηρή. Μα η επίγνωση του τέλους, μας σπρώχνει δίχως να αντιστεκόμαστε προς την επιλογή που αγιάζει το ερωτικό δημιούργημα, που αγιάζει την ελευθερία. Όχι διότι το ζητά ο Λόρκα, αλλά γιατί το επιτάσσει η πραγματικότητα. Αυτή που ορίζει πως μονάχα με την σύγκρουση, την μαχαιριά, με την αιμάτινη ελπίδα του τέλους και του θανάτου, μπορούμε να απορρίψουμε τα διλήμματα. Έτσι ανάμεσα στην παράδοση και στον μοντερνισμό, ανάμεσα στην συντήρηση και στην πρόοδο, τα παλιά εργαλεία λαδώνονται και γυαλίζονται, χτίζοντας κάτι νέο. Σμιλεύουν τα χωράφια για να καρπίσουν νεωτερισμό και νέα ηθική.

ματωμενος-γαμος1

Ο Λόρκα με το «Ματωμένο γάμο», παρόλα αυτά δεν ηθικολογεί. Η σκηνοθέτρια το γνωρίζει τούτο και έτσι προσπαθεί να αναπτύξει περαιτέρω τους στοχασμούς του ποιητή. Συνεπώς ούτε η ταινία ηθικολογεί, στερεύοντας στο μελό και την εύκολη συγκίνηση. Εγχείρημα δύσκολο, μα πετυχημένο. Φυσικά, δεν συστήνει πλήρως και εκ νέου το έργο του Λόρκα. Αυτό όμως αδυνατούν να το κάνουν και οι κάθε λογής θεατρικές αποδόσεις του έργου, που πολλές φορές τείνουν προς μια μεταμοντέρνα αφέλεια, προσπαθώντας να αναπτύξουν μια αφηγηματική παντελώς άγνωστη στις ιδέες του ποιητή. Μα εδώ, αυτό ξεπερνιέται. Ούτε κομπάζει, μα ούτε μεταλλάσσει. Αποτυπώνει ή καλύτερα ερμηνεύει κινηματογραφικά τις ιδέες του αρχικού δημιουργού. Οι χαρακτήρες της ταινίας όπως και του έργου, είναι κουβαλητές ιδεών, φορείς τους και τίποτα άλλο. Δεν έχουν ονόματα. Έτσι τους όρισε ο Λόρκα, έτσι τους απέδωσε η ταινία. Η ταινία, λοιπόν, είναι ένα αφήγημα ιδεών και όχι μια διήγηση πλοκής. Μέσα από την δυναμική της κάμερας, ακούμε την φωνή του Λόρκα να μιλάει για την αιώνια διαπάλη. Ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Και εφόσον τούτο είναι διαλεκτική, πρέπει να κινηματογραφηθεί διαλεκτικά. Η προεξέχουσα και φαινομενική μεταφυσική των πλάνων – εργαλείο συναισθηματικής φόρτισης – κρύβουν μέσα τους διαλεκτική. Όπως ο Λόρκα, αρνείται τις ευθείες αντιθέσεις, τις «μαύρο – άσπρο»» λογικές. Η σύγκρουση, η μετατροπή της αντίθεσης σε σύνθεση, δεν γίνεται από την μια στιγμή στην άλλη. Μα είναι συνέπεια, μιας αργής και εξελικτικής συσσώρευσης δυνάμεων που πρέπει να εκτονωθούν.

Έτσι στην ταινία, η όλη αφήγηση δρομολογεί με προοδευτικό τρόπο, την τελική αναμέτρηση. Δηλαδή, πετυχαίνει να προετοιμάζει, να αποδεικνύει και όχι να διδάσκει. Δεν αποδομεί επιθετικά μα συνθέτει φιλοσοφικά και ποιητικά το αυταπόδεικτο. Αποτυπώνει την διαλεκτική των πραγμάτων. Δηλώνει, όχι την προσωπική άποψη ηθικής του Λόρκα αλλά την ηθική που η ίδια η ζωή συντηρεί. Η ίδια η ζωή, αργά εξελικτικά και προοδευτικά βρίσκει στην σύγκρουση, την ηθική λύση, την διαφυγή. Οχι γιατί το θέλει ο Λόρκα ή κάποιο άλλο λαμπρό μυαλό.

Η ταινία έχει μικρές αδυναμίες. Έχει δυσκολία να μας κάνει οικείους τους χαρακτήρες και την ιστορία τους καθώς θεωρεί δεδομένη την γνώση μας πάνω στο έργο, ενώ δυσχεραίνει την κατανόηση κάποιων ιδεών λόγω της παραπανίσιας και περιττής χρήσης της ποιητικής γλώσσας,. Αλλά αυτά δεν μειώνουν την συνολική αξία της. Ούτως ή άλλως από την μέρα που γράφτηκε το θεατρικό του Λόρκα ως σήμερα τα χρόνια είναι πολλά και ακόμη περισσότερες οι αποδόσεις. Έτσι η σκηνοθέτρια θεωρεί ότι το θέμα και η βασική προβληματική του έργου αποτελεί οικεία αναφορά. Προσπαθεί ως εκ τούτου, να του δώσει μια νέα ανάσα μέσω της κινηματογραφικής δυναμικής. Και τα καταφέρνει.

Στους μη έχοντες ιδέα για το έργο, θα φανεί μια σχετικά δυσνόητη μα πανέμορφη άσκηση ύφους πάνω σε μια απαγορευμένη αγάπη και οι θεατρόφιλοι ή οι πωρωμένοι, από την άλλη, θα αρχίσουν τις αναίτιες συγκρίσεις. Κακό του κεφαλιού τους. Το έργο, πρέπει να ιδωθεί δίχως συγκρίσεις με το πρωτότυπο θεατρικό κείμενο του μεγάλου ποιητή. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τις αναφορές, όσο αυτό είναι δυνατόν, και να εκμαιεύσουμε συναισθήματα και ιδέες από την ίδια την κινηματογραφική απόδοση, διότι η δημιουργός σηκώνει την βαριά κληρονομιά και δημιουργεί με σεβασμό μια ελεύθερη απόδοση του αριστουργηματικού θεατρικού έργου και το φέρνει με καλλιτεχνική ακεραιότητα, πολυεπίπεδα και ολοκληρωμένα στο σήμερα.

«Στην καρδιά όλης της υψηλής τέχνης υπάρχει μια απαραίτητη μελαγχολία», θα πει ο Λόρκα και αυτή την μελαγχολική ωδή ψιθυρίζει και η ταινία.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).