«Ηρθα εδώ και μας θυμήθηκα», της Αννας Πατσέκο
Μια καρτ ποστάλ λίγων ημερών για την εργατική τάξη

Το ελληνικό καλοκαίρι αρχίζει να ακινητοποιείται σιγά σιγά στα μάτια των εργαζόμενων. Ξέρετε, αυτών που παράγουν τον πλούτο της χώρας και που όλα γίνονται γι’ αυτούς χωρίς αυτούς. Ήλιος, θάλασσα, το δροσερό αεράκι και το γραφικό ταβερνάκι που σερβίρει φρέσκα θαλασσινά. Και μετά το δωμάτιο με θέα, το δειλινό και ο νυχτερινός ουρανός που σου ψιθυρίζει στην καρδιά και στην ψυχή. Όλα αυτά τα ωραία αρχίζουν να εγκλωβίζονται στη στιγμή που ψυχορραγεί. Η τουριστική ανάμνηση περιχαρακώνεται σε ένα φορεμένο κάδρο που χωρά αυτούς που μοχθούν και φροντίζουν τα γρανάζια να γυρνούν. Όπως διαμορφώνεται σήμερα το εργασιακό, πολιτικό, οικονομικό περιβάλλον, αντιστρέφει τους όρους θέασης και πρόσληψης του κόσμου. Και του καλοκαιριού φυσικά. Η θερινή περίοδος δεν περιμένει να υποδεχτεί τους ημεδαπούς, αυτούς που ανήκουν στην άγρια χτυπημένη τάξη. Όχι! Ο υπάλληλος, ο μισθοσυντήρητος, αυτός που εργάζεται στη βιοτεχνία, βιομηχανία, δεν επισκέπτεται το προκλητικά φτιαγμένο τουριστικό προϊόν. Το προϊόν επισκέπτεται αυτόν που βιαίως στριμώχτηκε στην άκρη του πανέμορφου τόπου, τοπίου. Τα μπάνια του λαού σταδιακά ξεπέφτουν στην αφαίρεση και αυτός που θα έπρεπε να προσθέτει καλοκαιρινές αναμνήσεις, μένει με τη λαμπερή απεικόνιση του παρελθόντος. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, περίοδο, ήρθε, έρχεται, το βιβλίο «Ηρθα εδώ και μας θυμήθηκα» (Εκδόσεις Carnivora).
Η Αννα Πατσέκο γράφει με ακρίβεια, ενάργεια και γνήσιο ενδιαφέρον για τη διάρρηξη της σχέσης τουρισμός-εργασία-τάξη. Την ιστορία αυτής της τριμερούς σχέσης αφηγείται και το κάνει με έναν τρόπο που ενώνει αντιφάσεις, προσδοκίες, συμβιβασμούς, διεκδικήσεις, απαιτήσεις, παραιτήσεις. Μια μικρή επιστροφή στο παρελθόν, στο κάποτε που πλησιάζει το ποτέ. Η εργατική τάξη δούλευε, έθρεφε τον τόπο και έπαιρνε πίσω ένα μικρός μέρους του κόπου της. Οι καλοκαιρινές διακοπές ήταν κομμάτι της ανταμοιβής της. Ναι, ο Ελληνας και ο κάθε εργάτης μπορούσε να γίνει και τουρίστας στον τόπο του. Τώρα, και ερχόμαστε στο σήμερα που διαμορφώνει το ποτέ, αυτό περιορίζεται σε μια καρτ ποστάλ λίγων ημερών, κι αν υπάρχει κι αυτή. Η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης έχει ενταθεί και δίνει, εν προκειμένω, υπερτουρισμό, κυνική και βάρβαρη παροχή υπηρεσιών, βιασμό της φύσης και επιθετικούς ταξικούς διαχωρισμούς. Ο εργάτης του σήμερα κρατά μια φλούδα τουρισμού και πρέπει να σε αυτήν να χωρέσει την εκτόνωσή του, την ανάπαυσή του, την ψυχαγωγία και τη διασκέδασή του. Σε λίγες μέρες ταξιδιού ζητείται η ανεμελιά ενός μήνα και το χαμόγελο του ηλιοβασιλέματος. Όλα θολώνουν και η εικόνα αρχίζει να παγώνει. Ο εργάτης-τουρίστας δύσκολα ξεφεύγει από τη σωματική, ψυχική εξάντληση και η διαρκής καταπόνηση στέλνει την εργατική τάξη στον ψεύτικο παράδεισο της υπηρεσίας -θητείας- που δεν σταματάει πουθενά. Η Πατσέκο αναδεικνύει αυτή την παράλογη, σχιζοφρενική, απάνθρωπη κατάσταση με τον καλύτερο τρόπο.
Το «Ηρθα εδώ και μας θυμήθηκα» είναι ανθρωπολογική έρευνα πεδίου, χρονικό, δοκίμιο, ζωντανή μελέτη, αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Η συγγραφέας διεισδύει σε ξενοδοχεία πολυτελείας, αποκαλύπτει τις σκοτεινές συνέπειες της αδηφάγας τουριστικής βιομηχανίας και εξηγεί πώς ο τουρισμός γίνεται μια κεντρομόλος δύναμη που τροποποιεί τη φυσιογνωμία των πόλεων και χειραγωγεί κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις. Οι εργασιακές δυναμικές στον τομέα του τουρισμού τεντώνονται σε τέτοιο βαθμό που γίνονται κοφτερό μαχαίρι ενάντια σε αυτούς που φτιάχνουν το τουριστικό προϊόν.
Τα λόγια της Πατσέκο κυλούν με ορμή. Σε αυτά βλέπουμε κάτι από τον εαυτό μας, κάτι από την καθημερινότητά μας, κάτι από το τουριστικό «θαύμα», κάτι από τη ζωή που χάνουμε. Η Πατσέκο μιλά έντιμα και καθαρά στην ψυχή και στο μυαλό μας. Στη σελίδα 40 η ενότητα που αναπτύσσει ξεκινά με τον τίτλο Για να βγάλω τα προς το ζην μου, χάνω τη ζωή μου (σ.σ στίχος τραγουδιού του συγκροτήματος Hermanos Cubero). Η εύστοχη μετάφραση ανήκει στη Χριστιάννα Νικηφοράκη.