«Η μοναξιά περίστροφα», του Βαλάντη Μάστορα

Η ποίηση ως περίστροφο: Στοχοποιώντας τη μοναξιά

| 16/06/2025

Η ποιήτρια Βίκυ Κατσαρού γράφει για την ποιητική συλλογή «Η μοναξιά περίστροφα», του Βαλάντη Μάστορα.

 «Η μοναξιά περίστροφα» (Εκδόσεις Ενύπνιο) του Βαλάντη Μάστορα είναι μια σύγχρονη ποιητική κραυγή από λέξεις που όλες βρίσκουν τον στόχο τους. Δεν πρόκειται για μια απλή συλλογή στίχων, αλλά για μια λογοτεχνική ανατίναξη. Το έργο διαπερνά με βιαιότητα τα όρια της μεταμοντέρνας θλίψης όπου η ελπίδα αποσυντίθεται σε μια κοινωνία που έχει εξαντλήσει όλα τα μεγάλα αφηγήματα (θρησκεία, πατρίδα, επανάσταση), δεν φαίνεται πια κανένας ορίζοντας,  η μοναξιά έχει γίνει κανονικότητα, κι  η ποίηση δεν μπορεί πια να παρηγορήσει παρά μόνο να φωνάξει. Αυτή λοιπόν η ποίηση του Βαλάντη Μάστορα εγκαθίσταται σε έναν ενδιάμεσο χώρο: ανάμεσα στον λυρισμό και σε έναν υπαρξισμό που μάχεται, ανάμεσα στην εξομολόγηση και το αντάρτικο του άστεως, ανάμεσα στην καταγραφή της εσωτερικής διάλυσης και την οργάνωση μιας ψυχικής αντίστασης.

Όποτε ντύνομαι ιπτάμενος η γη με καταστέλλει

Όταν ανατέλλει τα μαχαίρια της η μοναξιά

πρέπει να κοιτάς πάνω.

Τέτοιες στιγμές,

πέφτουν ουρανοί ακαριαία και

θερίζουνε κεφάλια.

Μα εγώ

το βλέμμα μου μονίμως στα πατώματα,

μετρώ τα βήματα κάτω απ’ το δέρμα μου

πηγαίνω

στη δουλειά μου.

Κάθε πρωί

αφοπλίζω κι από ένα σύννεφο

είμαι ο πιο

χωμάτινος απ’ τους ανθρώπους.

Ο τίτλος λειτουργεί ήδη ως προειδοποίηση: η «μοναξιά» δεν είναι παθητική· είναι οπλισμένη, έτοιμη να πυροβολήσει. Το «περίστροφο» είναι το σύμβολο του κινδύνου, της απόγνωσης, αλλά και της δύναμης να επιλέξεις πώς θα μιλήσεις, πώς θα σωπάσεις ή πώς θα εκραγείς. Είναι το σημείο όπου η μοναξιά αποκτά τόση βαρύτητα, ώστε το υποκείμενο απειλείται με κατάρρευση ή αυτοεξαφάνιση. Όμως εδώ, δεν πυροβολεί το σώμα. Πυροβολεί η γλώσσα. Το ποιητικό υποκείμενο δεν παρατηρεί απλώς, αλλά δρα, μετουσιώνει τον σπαραγμό του σε λόγο που βάλλει κατά μέτωπο. Η μοναξιά δεν είναι παθητική εμπειρία, αλλά επιθετική κατάσταση. Δεν αποσύρεται. Οπλίζεται. Τη στρέφεις πίσω στον κόσμο, επιλέγοντας να τη μετατρέψεις σε ενέργεια, ακόμα και σε βία — λεκτική, πολιτική, συμβολική. Επίσης το περίστροφο αντιστρέφει την παραδοσιακή εικόνα του ποιητή ως ευαίσθητου ή αδύναμου. Ο ποιητής εδώ είναι μαχητής, ένας αστικός αντάρτης, που δεν κρατά πένα, αλλά σκανδάλη. Η ποίηση γίνεται αντίσταση ενάντια στην καταστολή, την κανονικότητα, την αδράνεια.

Η συλλογή είναι δομημένη σαν μια σειρά από ποιητικά μονόπρακτα με αφηγηματική ορμή. Κάθε ποίημα είναι μια ενότητα αυτόνομη αλλά εσωτερικά συνεκτική με τα υπόλοιπα. Ο Μάστορας δεν γράφει στατικά. Οι στίχοι του έχουν ροή, δράση, συχνά και θεατρικότητα. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη με ταχύτητα: μαχαίρια, σύννεφα, πρόκες, βράχια, σειρήνες, χαλάσματα, όπλα, φτερά, ουρανοί, κραυγές. Όλα λειτουργούν όχι ως απλές μεταφορές, αλλά ως σκηνικά ενός ποιητικού πολέμου.

Το έργο είναι βαθύτατα πολιτικό, χωρίς να γίνεται ποτέ κομματικό. Αναφέρεται στην «πεινασμένη» καθημερινότητα, στην ανέχεια, στην ερήμωση, στον ταξικό αποκλεισμό. Δεν ζητά λύσεις, μα φωνάζει. Ο ποιητής προβάλλει το «δεν» σαν σημαία: δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει τρόπος να βγάλουμε τον μήνα, δεν μας αγάπησε ποτέ κάποιος ορίζοντας. Και όμως, μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, η ποίηση πασχίζει να βρει χώρο ν’ ανασάνει.

Η μορφή της γραφής συνιστά από μόνη της πολιτική στάση. Ο Μάστορας αρνείται την τυπική στιχουργική αρμονία. Γράφει με εκρήξεις, παραβιάζει το μέτρο, διαλύει τη σύνταξη, δημιουργεί έναν ρυθμό που δεν εξυπηρετεί την αισθητική αλλά την επιβίωση. Αυτό που προκύπτει δεν είναι «όμορφο» με την παραδοσιακή έννοια. Είναι άγριο, αιχμηρό, αληθινό. Η γλώσσα, αντί να καθησυχάζει, αναστατώνει. Η ποίηση δεν είναι παρηγοριά. Είναι αντίσταση, οπλοφορία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση των όπλων ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η συλλογή βρίθει από μεταφορές σχετικές με πολεμικά εργαλεία: σφαίρες, νάρκες, περόνες, μυδράλια, λεπίδες, κραυγές ως βόμβες. Δεν πρόκειται για πόλεμο απέναντι σε εχθρούς εξωτερικούς. Είναι μάχη με το εσωτερικό χάος, με τη μοναξιά, με την απόγνωση. Η απόγνωση του Μάστορα είναι τόσο σωματοποιημένη, που δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο μέσα από εικόνες βίας. Ο στίχος γίνεται χειρονομία.

Ταυτόχρονα, δεν λείπει το λυρικό, σχεδόν ρομαντικό στοιχείο: «να μιλήσουμε με τη ρητορική των λουλουδιών», «όταν το χάος φωτίζει/εμείς σβήνουμε/δε μας χωράει όλους πια το φως». Ο έρωτας, η νεότητα, η τρυφερότητα δεν απορρίπτονται – εμφανίζονται ως στιγμές φωτός, ως πιθανότητες. Η ποιητική φωνή ξέρει να γοητεύεται από μια «Άνοιξη που δεν ήρθε ποτέ», από την ιδέα μιας ουτοπίας, όσο απελπισμένα και αν την κυνηγά. Η ελπίδα εδώ δεν είναι βεβαιότητα. Είναι εκβιασμός προς την πραγματικότητα.

Πώς επανεκπαιδεύεις τα λουλούδια;

Το ξέρουμε κι οι δυο·

αυτός ο κόσμος είναι χτισμένος

πάνω σε πτώματα σπασμένων ήλιων

και δολοφονημένων ουρανών.

Το ζήτημα δεν ήταν ποτέ η ετυμηγορία

αλλά το πώς θα γίνει ν’ ανθίσουν τα λουλούδια

δίχως καθόλου φως.

Ένα από τα μεγάλα προτερήματα της συλλογής είναι η γνησιότητα. Ο Μάστορας δεν προσπαθεί να γράψει «ποιητικά». Δεν ενδιαφέρεται για την εντύπωση. Οι στίχοι του δεν είναι κατασκευές, είναι ξεσπάσματα. Μοιάζουν να γράφτηκαν με το αίμα του υποκειμένου. Ο αναγνώστης δεν συναντά έναν ρόλο, αλλά έναν άνθρωπο: κουρασμένο, εξαντλημένο, θυμωμένο, αλλά ακόμη ικανό να φωνάξει. Και η φωνή του είναι τόσο πυκνή, που ο απόηχος παραμένει πολύ μετά το τέλος.

έχει μια στρόφιγγα ο οδυρμός

που όλο την πιλατεύω

αν την ανοίξω ίσως πνιγούμε

αν πάλι όχι, τότε σίγουρα

Αξιοσημείωτη είναι η τελική ενότητα «Διακήρυξη προθέσεων». Εκεί συμπυκνώνεται όλη η ποιητική ταυτότητα του έργου. Η ποίηση ως αντάρτικο. Ο στίχος ως πράξη εξέγερσης. Η γλώσσα ως μηχανισμός επιβίωσης, εκδίκησης, μνήμης και ουτοπίας. Δεν υπάρχει ρομαντισμός, υπάρχει ετοιμότητα. Δεν υπάρχει ονειροπόληση, υπάρχει σύγκρουση. Είναι ποίηση μαχητική, ποίηση που κουβαλάει τις ήττες της αλλά και τις εκρήξεις της.

«Η μοναξιά περίστροφα» είναι η αποτύπωση μιας ύπαρξης στο χείλος της εξαφάνισης, που επιλέγει να κάνει τον λόγο της χειροβομβίδα. Ο Βαλάντης Μάστορας μάς προσφέρει μια ποίηση που δεν επιθυμεί να γίνει αποδεκτή, αλλά αναγκαία. Μια ποίηση που δεν ψάχνει την αγάπη του αναγνώστη, αλλά τη συμμαχία του. Ένα κάλεσμα προς όσους επιβιώνουν μέσα στο μαύρο – να το κάνουν με τις λέξεις στραμμένες σαν κάννες προς τον κόσμο. Είναι η αποτύπωση μιας ύπαρξης στο χείλος της εξαφάνισης, που επιλέγει να κάνει τον λόγο της μαχαίρι.

Είναι η ποίηση του σήμερα όπως θα έπρεπε να είναι: επικίνδυνη, ωμή, βαθιά ανθρώπινη, ακριβώς γιατί αρνείται να καθησυχάσει. Μια κραυγή από τα χαρακώματα της απελπισίας, ένα περίστροφο που γράφει στίχους.