«Η χορεύτρια», του Πατρίκ Μοντιανό

Ο λόγος πάνω στο νοτισμένο τζάμι

| 15/10/2025

Η φωνή έρχεται από κάποιο τραγούδι, μέσα από ένα τραγούδι και λέει «στο νοτισμένο τζάμι…». Η ολοκλήρωση της φράσης δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το λίγο υγρό, το ανεπαίσθητα, αυτό διακριτικά κινούμενο και φωτισμένο, σκιασμένο. Δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς συμβαίνει και σαν παιδιά λειτουργούμε ξανά. Προσπαθούμε. Φανταζόμαστε ότι βάζουμε το δάχτυλο στο τζάμι και γράφουμε, σχεδιάζουμε, κόσμους, συναισθήματα και θολές εικόνες που δεν θα ξεχάσουμε, αφήσουμε πίσω μας. Κι αν δεν υπάρχει νερό στη γυάλινη επιφάνεια, ένα «χαα» αρκεί για να θολώσει το διάφανο υλικό και όλα να επιστρέψουν. Και σε αυτή την επιστροφή αφηνόμαστε και μέσα στο σύννεφό της ψάχνουμε τους άλλους, τους γνωστούς, τους οικείους, τους φίλους, τους αγαπημένους, τους ξεχασμένους, τους αξέχαστους. Μια noir κατάσταση αναδύεται μέσα μας, μπροστά μας και στο ασθενικό φως που επιμένει, σε αυτό που «χαμηλώνει», εμείς μισοκλείνουμε τα μάτια και εστιάζουμε όσο μπορούμε στην εικόνα που κρύβεται πίσω από τους καπνούς και τα νέφη του προσωπικού μας χρόνου. Και κάπως έτσι, όλα όσα πέρασαν «χορεύουν», ελίσσονται με χάρη και πόνο και μας προκαλούν να τα ακολουθήσουμε. Η ανάμνηση γίνεται χορεύτρια που δεν χορεύει όμως πάνω σε λίμνη ή σε σκηνή θέατρου. Πάνω στο νοτισμένο τζάμι, εκεί εκτελεί το νούμερο της. Αυτό κάνει και «Η χορεύτρια» (Εκδόσεις Πόλις) του Πατρίκ Μοντιανό.

Ο Μοντιανό να «βλέπει» καθαρά τις εικόνες, αποτυπώματα, που αφήνει ο χρόνος. Ο Μοντιανό να παίζει και να δικαιώνει τη μνήμη. Ο Μοντιανό να παίρνει το ελάχιστο και να το κάνει μέγιστο χωρίς καμία υπερβολή. Ο Μοντιανό να κρατά το νερό του παρελθόντος στις παλάμες του και να γράφει πάνω στα υγρά όνειρά του. Ο Μοντιανό να πλάθει μύθους και με ένα κράτημα, με ένα ανάλαφρο ύφος, να μας δίνει τις αυθεντικές εκφράσεις-λόγια της τέχνης, του πόθου, της αγάπης, της επιμονής, της νοσταλγίας. Ο συγγραφέας γράφει πάνω στον πόνο του άλλου και στον δικό του και αυτό που μένει όταν μπει η τελευταία τελεία το κάνει (μυθ)Ιστορία.

Σε αυτό το βιβλίο μια χορεύτρια πρωταγωνιστεί στη αέρινη γραφή του Μοντιανό. Και ο χορός είναι έντονη άσκηση του σώματος και το σώμα πάντα θυμάται και είναι αυτό που επικοινωνεί με το μυαλό και τη σκέψη, τη μνήμη. Η γραφή του Μοντιανό έχει τα σταματήματα και τα πετάγματα μιας μπαλαρίνας, την ισορροπία της που ενώνει τον σωματικό πόνο με την αγωνία του βλέμματος και τη χαρμολύπη της ψυχής. «Η χορεύτρια» είναι το χρώμα της αναπότρεπτης συνέχειας.

Βρισκόμαστε στο Παρίσι, δεκαετία του ’60. Μια νέα χορεύτρια, που μεγαλώνει μόνη το παιδί της, νιώθει να απειλείται από ανθρώπους που πίστευε ότι ανήκαν πια αμετάκλητα στο παρελθόν της. Από αυτούς του ανθρώπους προσπάθησε να ξεφύγει για να αφιερωθεί στην τέχνη της. Διαβάζοντας την ιστορία της νιώθεις ότι όσο προσπαθεί να ξεφύγει, τόσο αυτοί, αυτά, που άφησε την τραβάνε πίσω. Αυτό, όμως, δεν γίνεται με ένταση, με βίαιο τρόπο. Οι εναλλαγές συναισθημάτων, καταστάσεων,  γίνονται ήρεμα, διακριτικά, σχεδόν αόρατα. Τα λίγα λόγια ενώνονται με την τελειότητα του τίποτα, της σιωπής και όλα μετακινούνται ανεπαισθήτως.

Η γραφή του Μοντιανό είναι σκιώδης, αλλά την ίδια στιγμή έχει ένταση και αποκαλυπτική δύναμη. Ο Μοντιανό εισέρχεται στις ιστορίες του με αθωότητα κι έναν λυγμό. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να φωνάξει και να χρησιμοποιήσει φανταχτερά σχήμα και ευρήματα. Όλα λέγονται μπροστά μας και όλα ζωντανεύουν στο ημίφως των σκέψεων μας. Διαβάζουμε στη σελίδα 31: «Παίρνουμε τη Λεωφόρο Περέρ, μετά τη Βιλιέ. Ο αέρας είναι χλιαρός, καλοκαίρι θα ‘λεγες, κι ωστόσο έχω την εντύπωση πως ήταν Νοέμβριος. Κι είμαι σίγουρος πως τα δέντρα δεν είχαν ακόμη τα φύλλα τους». Η μετάφραση ανήκει στον Αχιλλέα Κυριακίδη και μας δίνει πεντακάθαρα αυτή την εικόνα του λόγο πάνω στο νοτισμένο τζάμι.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις