«Νεαρά Τομάρια», του Κόλιν Μπάρετ

Η ομορφιά των ανοιχτών πληγών

| 29/09/2025

Διάβασες τα εξής: «Κομητεία Μάγιο της Ιρλανδίας». «Γκλάνμπεϊ». Έριξες ματιά: στον τίτλο. Το κυριότερο, όμως, ήταν αυτό που άκουσες: η προφορά. Ναι, οι φανταστικοί ήρωες, οι καταστάσεις που ζούσαν, δημιουργούσαν, τα αστικά, αγροτικά τοπία, εκεί που το κριθάρι «χορεύει», οι απρόσκλητες αναφορές σε μεγάλους Ιρλανδούς, σε τίτλους διάσημους, σε καλλιτέχνες του ποδοσφαίρου και αγωνιστές που θυσίασαν το σώμα τους απέναντι στη «Σιδηρά Κυρία», όλα αυτά μας πήγαν από το άγνωστο «χθες» του ιρλανδού συγγραφέα στο «σήμερα» που έχει πολύ πανκ-ραπ στο προσκήνιο-παρασκήνιο του. Τίποτα δεν είναι δεδομένο και τίποτα δεν μένει ασύνδετο σε αυτό το κείμενο-αναφορά σε ένα βιβλίο που το ζεις και το «τρέχεις» με ένταση και πάθος. Δεν γίνεται διαφορετικά. Η μουσική «παρέκκλιση» έχει να κάνει με τους «Kneecap». Η τριάδα από το Μπέλφαστ έχει δημιουργήσει ένα ξεχωριστό μουσικό ιδίωμα και έρχεται να δώσει το ηχητικό-μουσικό θέμα στη συλλογή διηγημάτων του Κόλιν Μπάρετ. Προφανώς και δεν το ζήτησε ο συγγραφέας, αλλά διαβάζοντας, ξεφυλλίζοντας και κυρίως «ακούγοντας» τις ιστορίες του, αυτός ο συνειρμός ήταν αναπόφευκτος. Κι αν θέλουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η προσφερόμενη γλώσσα του βιβλίου ταιριάζει τέλεια με το κομμάτι «H.O.O.D». Γι’ αυτό, βάλτε «Kneecap» και διαβάστε τα «Νεαρά Τομάρια» (Εκδόσεις Στερέωμα).

Τα διηγήματα του Μπάρετ ανήκουν σε κάθε εποχή. Και δεν είναι μόνο η φανταστική πόλη Γκλάνμπεϊ. Είναι η γλώσσα, το ύφος και κυρίως ο ήχος που φτιάχνει και δίνει στον αναγνώστη ο Μπάρετ. Η ατμόσφαιρα, οι περιγραφές και η διάδραση των χαρακτήρων συνθέτουν μια πολύ ζωντανή εικόνα της Ιρλανδίας του «σήμερα» και του «χθες». Η δράση σε κλειστούς, εξωτερικούς, χώρους, τα τοπία της εξοχής, οι ζωηρές εικόνες εσωτερικής αναταραχής, πόνου σωματικού, εξάντλησης και πνευματικής κόπωσης, παρέχουν στα «Νεαρά Τομάρια» αγριάδα που θα βρεις στον κόσμο του Ιρβιν Γουέλς, αποστασιοποίηση στα χνάρια του Φώκνερ και οπτικά ερεθίσματα που σε πάνε στο πασίγνωστο «Peaky Blinders».

Οι πρωταγωνιστές, άνδρες, θέλουν να μείνουν στην αφάνεια, αλλά o αδυσώπητος κόσμος που άφησαν, ή δεν άφησαν, τους τραβάει στην πνιγηρή, απειλητική επιφάνεια. Στο τελευταίο διήγημα, το «Παρακαλώ ξεχάστε ότι υπάρχω», στη σελίδα 233, διαβάζουμε τη φράση: «Η μόνη γιατρειά είναι να μην υπάρχω». Και είναι αυτή η ανικανοποίητη επιθυμία που ορίζει τον ρυθμό και την αντίδραση των ηρώων στα πράγματα και στις επίμονες καταστάσεις. Τα «Νεαρά Τομάρια» συμπεριφέρονται σαν τους ηττημένους που επιμένουν και κάποιες στιγμές κερδίζουν. Γι’ αυτό και τους ταιριάζει ο ήχος των «Kneecap» και κάθε ιρλανδικής μπάντας που σέβεται τον εαυτό της.

Ο τίτλος της συλλογής μεταφράστηκε εύστοχα (όπως και όλο το βιβλίο) από την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Το «Νεαρά Τομάρια» προσδιορίζει, περιγράφει και συμπυκνώνει το πνεύμα, το ύφος και την προσέγγιση του δημιουργού. Ο κακός εαυτός να παλεύει με τον καλό και η βία με την καλοσύνη. Η παραίτηση δίπλα στον διαρκή αγώνα και η τιμωρία χέρι-χέρι με την ευσπλαχνία.

Τα διηγήματα του Μπάρετ έχουν ζεστό, οικείο, άνοιγμα και φινάλε που ξαφνιάζει και καθηλώνει με τη σιωπή που απλώνει. Οι φωνές των προσώπων εναλλάσσονται. Από τον ψίθυρο στην ένταση και από την ηρεμία στην απειλητική ουδετερότητα. Η γλώσσα και η αφηγηματική ροή δεν κινούνται σε μονόδρομο και με μία ταχύτητα. Οι καταστάσεις που φτιάχνει η γλώσσα και η αντίδραση των ηρώων, πλάθουν και τη λογοτεχνική εικόνα. Διαβάζεις και νιώθεις ότι οι αφηγητές είναι δίπλα σου, απέναντί σου, και σου διηγούνται τις ιστορίες τους. Σε αυτό το βιβλίο οι νέοι έχουν αβέβαιο μέλλον και βγάζουν τα προς το ζην απασχολούμενοι σε άχαρες, κακοπληρωμένες δουλειές. Κακοποιοί, ανεπάγγελτοι, έμποροι ναρκωτικών, αγόρια που παρασύρονται και παγιδεύονται σε έναν κόσμο όπου μόνες διέξοδοι είναι το αλκοόλ, το σεξ και η βία. Είναι όμορφο βιβλίο τα «Νεαρά Τομάρια», γεμάτο ανοιχτές πληγές. Να μία για φινάλε (σ. 96): Αλλά δεν θα πει τίποτα φυσικά. Το σαγόνι του τρέμει. Τρέμει για να τρέμει. Το μόνο που θέλει είναι να πιει, αλλά μπορεί να το κάνει και στο σπίτι του αυτό. Ο Μπατ κατεβάζει το κεφάλι – τα μαλλιά του τον τυλίγουν σαν παραβάν- κι αφήνει τους ανθρώπους στους ανθρώπους.

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις