The Revenant/Η επιστροφή, A. G. Iñárritu

«Για να μάθεις να εκδικείσαι πρέπει πρώτα να μάθεις να υποφέρεις»

| 21/01/2016
★★★☆☆

Η τελευταία ταινία του Iñárrituείναι εντυπωσιακή. Μοιάζει με μια συνεχόμενη πτώση, μια τελική, αγωνιώδη και μάταιη προσπάθεια επικράτησης του ανθρώπου μπρος στην αμείλικτη τάξη των πραγμάτων, φυσικών, ηθικών και εν μέρει κοινωνικών, καθώς και ένα κινηματογραφικό μάθημα σκηνοθεσίας και φωτογράφησης που δημιουργεί ενθουσιασμό για την δύναμη του μέσου, αλλά δυστυχώς απέχει πολύ από το να βρει την διέξοδο προς μια στοχαστική μελέτη.

«Για να μάθεις να εκδικείσαι πρέπει πρώτα να μάθεις να υποφέρεις» βρίσκω ότι έχει πει ο Βολταίρος και ο Leonardo Di Caprio, σε μια ερμηνεία tour de force στην «Επιστροφή», είναι δέκτης και υποκείμενο δυνάμεων απόλυτης σωματικής και ψυχικής συντριβής. Σε τούτο το ιδιόμορφο western – που ωστόσο δεν έχει κανένα από τα στοιχεία αυτού του κινηματογραφικού είδους – και δραματικό φιλμ χαρακτήρων ο ήρωας Hugh Glass, χάνει βάναυσα την γυναίκα του και το παιδί του αδυνατώντας να παρέμβει στα γεγονότα και ως εκ τούτου χάνει προοδευτικά κάθε σύνδεση με την ζωή. Καταφέρνει, όμως, να παραμείνει ζωντανός. Με στόχο μονάχα να θέσει, σχεδόν ως αυτοσκοπό, στην ημερήσια διάταξη την εκδίκηση και να ξεχρεώσει έτσι μια και καλή με το τραγικό του παρελθόν. Σε τούτο το πλαίσιο ο Iñárritu δημιουργεί μια αριστουργηματική οφθαλμαπάτη και επί δυόμιση ώρες εμμένει σε αυτό και μόνο, μη επιτρέποντας μας να δραπετεύσουμε ούτε στιγμή. Η ταινία αποφεύγει και αφαιρεί τα όποια άλλα κίνητρα του τσακισμένου πρωταγωνιστή. Ο ήρωας καταφέρνει να επιβιώσει στο άμεσο φιλμικό παρόν –που σέρνεται σαν κυνηγημένο και τραυματισμένο ζώο– μονάχα για την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης. Και έτσι την απλή αντενέργεια στις δυνάμεις που ασκούνται πάνω του, με αντοχή σχεδόν υπεράνθρωπη, αλλά κινηματογραφικά δοσμένη ως φυσική δύναμη του ανθρώπου, την έχουμε στο κάδρο με γλαφυρή σκληρότητα για όλο τον φιλμικό χρόνο της ταινίας.

revenant03

Όμως, παρά την όποια δυναμική της ταινίας ως μυθοπλαστική απεικόνιση, κάτι λείπει. Και βρίσκω ως αιτία την μονοεπίπεδη ιδέα στην οποία ο Iñárritu ασκεί θαυμάσιο κινηματογραφικό ύφος. Πρόβλημα συμπεραίνω, σεναριακό. Ο Iñárritu βρίσκει στην έννοια της εκδίκησης την ενστικτώδη, ζωική της αφετηρία και ουσία. Και μέσα από την ολοκλήρωση της, μια ανθρώπινη πλευρά, που θα έλεγα λυτρωτική αυτοσυγχώρεση. Με απλά λόγια, ο χαρακτήρας κάνει τα πάντα για να σβήσει κάθε χρέος με το παρελθόν, να λυτρωθεί από την αρχική ανικανότητα να αποτρέψει το αναπόφευκτο και οδηγεί την κάθε του δράση στο μάταιο σαν μια υπόκλιση στο πεπρωμένο. Εφόσον είναι ανίκανος να επιδράσει στην πραγματικότητα -δηλαδή στη Αμερικάνικη κοινωνική δομή- ουσιαστικά, ανατρεπτικά και υπερβατικά, αφήνεται να ηττηθεί πλάι της. Εφόσον δεν βρίσκει κανέναν τρόπο να αντεπιτεθεί ολοκληρωμένα στην διάλυση της ζωής του και συνειρμικά θα έλεγα, στην καταστροφή της ψευδούς αθωότητας της νέας αμερικάνικης ηπείρου (σύμφωνα με την λογική του Walt Whitman), βρίσκει τη λύση μονάχα στην καταδίωξη ενός ατόμου (τον Tom Hardy) που αποτελεί τελικά μια άλλη όψη του εαυτού του. Θα μπορούσε, αυτή η όψη, να χαρακτηριστεί ως φορέας ενοχής του ήρωα και ως φορέας, ίσως, συγκερασμού όλης της κοινωνικής οργάνωσης της αμερικάνικης πραγματικότητας. Αλλά τούτη είναι μια αλματώδης ερμηνεία. Και είναι έτσι, γιατί το επίπεδο εξαγωγής ιδεών και παραγωγής ιδεολογίας από πλευράς του πρωτόλειου σεναριακού υλικού είναι φραγμός στο να γίνει η όποια πρωτότυπη, διεξοδική και σαφής μελέτη από πλευράς σκηνοθέτη. Παράλληλα, η ηθική που παράγει η ταινία -ως συνέπεια του σεναρίου- μοιάζει ήπιας αντίληψης και φιλοσοφικά ξεπερασμένη. Ο σκηνοθέτης ξέρει καλά τη δουλειά του και δεν μας κακοφαίνεται εκ πρώτης όψης, όμως, εν τέλει το έργο (ως σύνθεση φόρμας και περιεχομένου) επαναφέρει την μπαγιάτικη ηθική τύπου καλός–κακός, αθώος–ύπουλος, αλτρουιστής-τυχοδιώκτης στο προσκήνιο, δίνοντάς της το κατάλληλο βάρος και δυναμική για να πείσει. Πράγμα διόλου αδιάφορο.

Η έλλειψη ελευθερίας του δημιουργού είναι το λιγότερο πασιφανής καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας. Έτσι, όση προσπάθεια και να καταβάλει ο Iñárritu, ως άρτιος σκηνοθετικά δημιουργός, δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη, δεν καταφέρνει στο δοσμένο έργο, να ξεπεράσει τα απλοϊκά όρια της σεναριακής ιδέας. Φυσικά, ο Iñárritu δεν χάνει πλήρως την ανεξαρτησία του. Έχει την δική του οπτική, τη δική του δυναμική αίσθηση του χώρου, του χρόνου και των χαρακτήρων, δημιουργώντας έναν ολοκληρωμένο κάδρο σκληρής και παγωμένης νεκρής φύσης που θυμίζει την απόλυτα ελεγχόμενη δομή και αφηγηματική τύπου Kubrick και την κινηματογράφηση ενός ύστερου Malick. Όμως, το θέμα, το περιεχόμενο αποτελεί τροχοπέδη, βάζει τα όρια του που τελικά δεν ξεπερνιούνται.

ivf3qif

Αυτό δεν μειώνει την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση που προσλαμβάνουν τα μάτια μας ως κοινό. Η κινηματογράφηση του χώρου, το ρεπεράζ, η ευρυγώνια φωτογραφία στοχευμένη στα πρόσωπα των χαρακτήρων, η σπουδαία δουλειά πάνω στους τρόπους έκφρασης της αίσθησης επιβίωσης σε στιγμές απόλυτης μοναξιάς του ήρωα –δείτε τα κενά απελπισμένα βλέμματα του Di Caprio ενώ προσπαθεί να σταθεί όρθιος καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας- η φωνή του που μοιάζει βραχνά υπόκωφη σαν να μονολογεί από τον τάφο, γενικότερα η υποκριτική δυναμική των δυο πρωταγωνιστών, η κινηματογραφική απεικόνιση των Ινδιάνων σαν να είναι πνεύματα της φύσης –στερεοτυπική μα και ενδιαφέρουσα παράλληλα οπτική- τα λευκά και παγωμένα τοπία που βγάζουν αίσθηση μιας νεκρικής σιωπής, τα συνθετικώς μονταρισμένα μακρόσυρτα πλάνα και μονοπλάνα που έρχονται σε συνέχεια του ύφους του Iñárritu, η παράλληλη δράση στον ίδιο χρόνο που δείχνει σκηνοθετική ευφυία και οξεία αντίληψη, καθώς και ο ρυθμός που κρατιέται με μουσική ακρίβεια με στόχο να έχουμε χρόνο να συντρέξουμε με τον ήρωα ασκεί φυσικά, κινηματογραφική γοητεία. Η κάμερα δεν μοιάζει εργαλείο απεικόνισης, αλλά συνδράμει στο να εισέλθουμε παρατηρητικά στον πόνο του τσακισμένου πρωταγωνιστή.  Με λίγα λόγια, η τεχνική αρτιότητα, η μεθοδολογική αρτιότητα εξαγωγής συναισθημάτων, η φόρμα που είναι σκληρά ποιητική, ενθουσιάζει. Μα φτάνει μονάχα αυτό; Θα άγγιζε την αριστουργηματική καλλιτεχνική ουσία όσο η φόρμα ξεπερνούσε τους υφάλους του μοιρολατρικού και ηθικώς διδακτικού, αμερικάνικης κοπής, περιεχομένου.

Γεννημένος το 1984 στην Λάρισα, εγκλωβισμένος για κάποια χρόνια στην Ιταλία, αντί να μάθει να ξυπνάει στις αίθουσες δικαστηρίων έμαθε να βρίσκεται στις αίθουσες κινηματογράφου καθώς και πίσω από φωτογραφικές μηχανές. Έκτοτε γράφει για ταινίες και για σινεμά (καθώς και για ό,τι άλλο σκέφτεται) και φωτογραφίζει για φωτορεπορτάζ και για ευχαρίστηση. Είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και της Επιτροπής κρίσης και αξιολόγησης του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).