The Waiter- Σπουδή στην αλλοτρίωση και τις νευρώσεις που επαναπροσδιορίζει το greek weird wave cinema

Μια ταινία για όλες τις «αόρατες» λεπτομέρειες της καθημερινότητας που κρύβονται έντεχνα στο μουντό αστικό τοπίο.

| 09/04/2019

Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Στιβ Κρικρής φέρνει στο προσκήνιο τη ρουτίνα, το καθημερινό και το ασήμαντο, στοιχεία που μας καθορίζουν μέρα με τη μέρα στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Από την πρώτη προβολή της στο Διαγωνιστικό Τμήμα του φετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μέχρι την ανεξάρτητη διανομή της σε ελάχιστες αίθουσες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, συναρπάζει η ενδιαφέρουσα κινηματογραφική της ματιά, που αντλεί έμπνευση από μια σειρά γεγονότων που διαδραματίστηκαν στην Νέα Υόρκη στα τέλη των 80s.

O Ρένος (Άρης Σερβετάλης) είναι ένας επαγγελματίας σερβιτόρος, «ξένος» προς τον εαυτό του και «ξένος» προς την κοινωνία στην οποία ζει. Η ρουτίνα της επανάληψης τον απελευθερώνει από την αγωνία της αναζήτησης, με το φωτεινό, καταπράσινο διαμέρισμα να αποτελεί το προσωπικό του καταφύγιο. Η ενασχόληση με τα φυτά που στολίζουν κάθε γωνιά του σπιτιού του, αποτελεί ένα είδος ψυχοθεραπείας μέσα στην ψυχαναγκαστική, μουντή και αλλοτριωμένη καθημερινότητα. Ανάμεσα στους τυπικούς χαιρετισμούς μεταξύ γειτονικών ενοίκων, ο Ρένος θα γνωρίσει τον «Ξανθό» (Γιάννης Στάνκογλου), έναν μετανάστη με άγνωστο παρόν και παρελθόν και έτσι το αναπάντεχο εισβάλλει στη ζωή του. Σε μια σειρά ανεξήγητων γεγονότων και δυσάρεστων ανακαλύψεων, ο Ρένος θα βρεθεί μπροστά σε μια οριακή κατάσταση και ένα δίλημμα, που θα τον ταρακουνήσει από την πρότερη ασκητική ζωή του. Αυτοί οι δυο άντρες καθώς και μια γυναίκα επίσης μετανάστρια (Κιάρα Γκενσίνι) θα δημιουργήσουν ένα ερμηνευτικό τρίγωνο, υποδυόμενοι ανθρώπους που ζουν στα περιθώρια της μεγαλούπολης, υποκείμενα στερημένα ενός κοινωνικού ρόλου, τελικά αποκείμενα.

Το αστικό τοπίο αναπαριστάται εντέχνως ως ο συνδετικός ιστός που κρατά τους εσωτερικούς χώρους και τη δράση ενωμένα. Στη θέα της Αθήνας το βλέμμα κάνει μια σύντομη στάση για να αντιληφθεί ο θεατής την (μητρό)πολη ως έννοια, χωρίς αυστηρά καθορισμένη ταυτότητα. Χωρίς ελάχιστο πρόσθετο φωτισμό, η απεικόνιση της νυχτερινής Αθήνας μοιάζει σκοτεινή και αφιλόξενη, ιδανικός τόπος για να ξεδιπλωθούν όλα τα νέο-νουάρ στοιχεία που επιδιώκει ο Στιβ Κρικρής να συνδυάσει με την αφήγηση. Από το γραφικό ζαχαροπλαστείο του Βάρσου στην Κηφισιά, που αποτελεί τον χώρο εργασίας του Ρένου, μέχρι τις μισοφωτισμένες σκάλες σε μια πολυκατοικία στην Βασιλίσσης Σοφίας, οι τοποθεσίες χαρακτηρίζονται από το ασφυκτικό γκρι των παλιών αθηναϊκών κτιρίων και πολυκατοικιών. Η «πράσινη όαση» στην οποία έχει μετατρέψει το διαμέρισμά του ο Ρένος αποτελεί μια ενδιάμεση κατάσταση για το καταπράσινο τοπίο της λίμνης Δόξας, όπου θα κορυφωθεί το δράμα και θα σφραγιστεί η κατάληξη της ταινίας.

Προσεγμένη αισθητική εκτέλεση και άριστη φωτογραφία δένουν με τις εξαιρετικές ερμηνείες των Γιάννη Στάνκογλου και Άρη Σερβετάλη σε ένα θρίλερ δράμα τοποθετημένο σε ένα συγγενές «λανθιμικό» κινηματογραφικό περιβάλλον. «Βρήκαμε ένα κοινό κώδικα για το ρόλο του Ρένου», λέει ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του στο popaganda.gr . «Ο Άρης ακροβατεί μέσα σε ένα “μικρόκοσμο”, περιχαρακωμένος από τις συνήθειές του, βιώνοντας τη ρουτίνα της καθημερινότητας, αλλά απόλυτα συμφιλιωμένος με αυτή. Οτιδήποτε άγνωστο μπορεί να αποτελέσει αφορμή για ταραχή και αποπροσανατολισμό». Ο Ρένος ως χαρακτήρας θα μπορούσε να είναι άριστα βγαλμένος από κάποιο σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου ή του Γιώργου Λάνθιμου, κάτι λογικό καθώς το μοντάζ ανέλαβε ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, δουλεύοντας μάλιστα στα διαλείμματα από το μοντάζ της «Ευνοούμενης», ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει συνεργαστεί παλαιότερα με τον Γιώργο Λάνθιμο. Λιτό αφηγηματικό στυλ, αυστηρώς συμμετρικά κάδρα και νευρωτικές ερμηνείες κατατάσσουν την ταινία ως την άρτια μετεξέλιξη του greek weird wave, ενός πολυσυλλεκτικού κινηματογραφικού στυλ που εδραιώθηκε πριν περίπου δέκα χρόνια κυρίαρχα με τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου ή της Αθηνάς Ραχήλ-Τσάγγαρη.

To σκηνοθετικό ντεμπούτο του Στιβ Κρικρή δημιουργεί εξ’αρχής μεγάλες προσδοκίες για τα επόμενα project του. Με τις παύσεις και τις «άβολες» ερμηνείες των βυθισμένων σε υπαρξιακό τέλμα ηρώων, τελικά η ταινία αποτίει φόρο τιμής σε όλες εκείνες τις μικρές καθημερινές λεπτομέρειες που ισοπεδώνονται μπροστά στην ρουτίνα και τον σύγχρονο νευρωτικό τρόπο ζωής, γιατί με τα λόγια του Ρένου «όλα στην ζωή συμβαίνουν έτσι».